ξυρόν: Difference between revisions
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
(13_7_1) |
(6_4) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] τό ([[ξύω]], auch mit [[κείρω]] verwandt, vgl. Buttm. Lexil. II p. 264), das <b class="b2">Scheermesser</b>; [[κρᾶτα]] πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241; Ar. Eccl. 65 u. A. – Von der haarfeinen Schärfe der Scheermesserklinge übertr., νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ἢ [[ὄλεθρος]] ἠὲ βιῶναι, Il. 10, 173, sprichwörtlich von dem entscheidenden Augenblicke, wo ein Haarbreit den Ausschlag geben kann, wie Her. 6, 11 sagt: ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν πρήγματα ἢ εἶναι ἐλευθέροισι ἢ δούλοισι; vgl. Theogn. 569; ähnlich Theocr. 22, 6, ἀνθρώπων σωτῆρες ἐπὶ ξυροῦ [[ἤδη]] ἐόντων, von den Dioskuren, den Rettern in der äußersten Gefahr; vgl. Aesch. Ch. 870, ἔοικε νῦν αὐτῆς ἐπὶ ξυροῦ [[πέλας]] αὐχὴν πεσεῖσθαι; Soph. φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης, Ant. 983; ὧδ' ἔβητ' ἐπὶ ξυροῦ, Eur. Herc. Fur. 630; so auch bei sp. D.; Paroemiogr. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0282.png Seite 282]] τό ([[ξύω]], auch mit [[κείρω]] verwandt, vgl. Buttm. Lexil. II p. 264), das <b class="b2">Scheermesser</b>; [[κρᾶτα]] πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241; Ar. Eccl. 65 u. A. – Von der haarfeinen Schärfe der Scheermesserklinge übertr., νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ἢ [[ὄλεθρος]] ἠὲ βιῶναι, Il. 10, 173, sprichwörtlich von dem entscheidenden Augenblicke, wo ein Haarbreit den Ausschlag geben kann, wie Her. 6, 11 sagt: ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν πρήγματα ἢ εἶναι ἐλευθέροισι ἢ δούλοισι; vgl. Theogn. 569; ähnlich Theocr. 22, 6, ἀνθρώπων σωτῆρες ἐπὶ ξυροῦ [[ἤδη]] ἐόντων, von den Dioskuren, den Rettern in der äußersten Gefahr; vgl. Aesch. Ch. 870, ἔοικε νῦν αὐτῆς ἐπὶ ξυροῦ [[πέλας]] αὐχὴν πεσεῖσθαι; Soph. φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης, Ant. 983; ὧδ' ἔβητ' ἐπὶ ξυροῦ, Eur. Herc. Fur. 630; so auch bei sp. D.; Paroemiogr. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ξυρόν''': «τομόν. ἰσχνόν. ὀξὺ» Ἡσύχ.<br />ξῠρόν, τό, (ξύω, ἴδε ἐν λέξ. ξέω)˙ - [[ξυράφιον]], Ὅμ., κλ.˙ - ἐπὶ ξυροῦ [[ἵσταται]] ἀκμῆς …, [[ὄλεθρος]] ἠὲ βιῶναι, μεταφ. ἡ [[σωτηρία]] [[ἵσταται]] νῦν ἐπὶ ἀκμῆς ξυροῦ, (ἢ θὰ ἀπολεσθῶμεν ἢ θὰ σωθῶμεν, - θρὶξ ἀνὰ μέσσον, ὡς λέγει ὁ Θεόκρ.) Ἰλ. Κ. 173 συχνὸν [[ὡσαύτως]] καὶ παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] πρὸς δήλωσιν σωτηρίας ἢ ἐκφυγῆς θαυμαστῆς καὶ τῶν ὁμοίων, ἀκμῆς ἑστηκυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα Σιμων. 103˙ ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πράγματα Ἡρόδ. 6. 11˙ [[κίνδυνος]] ἐπὶ ξ. [[ἵσταται]] ἀκμῆς Θέογν. 557˙ ἔοικε νῦν ἐπὶ ξ. [[πέλας]] αὐχὴν πεσεῖσθαι Αἰσχύλ. Χο. 883˙ βεβὼς ... ἐπὶ ξ. τύχης Σοφ. Ἀντ. 996˙ ἔβητ’ ἐπὶ ξυροῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 630˙ ἐπὶ ξ. [[εἶναι]] Θεόκρ. 22. 6˙ ἐπὶ ξ. ἑστηκέναι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 3. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:07, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,
A razor, E.El.241, Ar.Ec.65, Th.219, Nic.Al.411, Plu. Art.29, etc.: prov., ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς... ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι death or life is balanced on a razor's edge, Il.10.173 : freq. in later authors, to express a delicately balanced like lihood of failure or success, ἀκμᾶς ἑστακυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα Simon.97 ; ἐπὶ ξ. γὰρ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πρήγματα Hdt.6.11 ; κίνδυνος ἐπὶ ξ. ἵσταται ἀκμῆς Thgn.557 ; βεβὼς . . ἐπὶ ξ. τύχης S.Ant.996 ; ἔβητ' ἐπὶ ξ. ; E.HF630 ; ἐπὶ ξ. εἶναι Theoc.22.6 ; ἐπὶ ξ. ἑστηκέναι Luc.JTr.3.
ξῠρόν· τομόν, ἰσχνόν, ὀξύ, Hsch.
German (Pape)
[Seite 282] τό (ξύω, auch mit κείρω verwandt, vgl. Buttm. Lexil. II p. 264), das Scheermesser; κρᾶτα πλόκαμόν τ' ἐσκυθισμένον ξυρῷ, Eur. El. 241; Ar. Eccl. 65 u. A. – Von der haarfeinen Schärfe der Scheermesserklinge übertr., νῦν γὰρ δὴ πάντεσσιν ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ἢ ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι, Il. 10, 173, sprichwörtlich von dem entscheidenden Augenblicke, wo ein Haarbreit den Ausschlag geben kann, wie Her. 6, 11 sagt: ἐπὶ ξυροῦ ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν πρήγματα ἢ εἶναι ἐλευθέροισι ἢ δούλοισι; vgl. Theogn. 569; ähnlich Theocr. 22, 6, ἀνθρώπων σωτῆρες ἐπὶ ξυροῦ ἤδη ἐόντων, von den Dioskuren, den Rettern in der äußersten Gefahr; vgl. Aesch. Ch. 870, ἔοικε νῦν αὐτῆς ἐπὶ ξυροῦ πέλας αὐχὴν πεσεῖσθαι; Soph. φρόνει βεβὼς αὖ νῦν ἐπὶ ξυροῦ τύχης, Ant. 983; ὧδ' ἔβητ' ἐπὶ ξυροῦ, Eur. Herc. Fur. 630; so auch bei sp. D.; Paroemiogr.
Greek (Liddell-Scott)
ξυρόν: «τομόν. ἰσχνόν. ὀξὺ» Ἡσύχ.
ξῠρόν, τό, (ξύω, ἴδε ἐν λέξ. ξέω)˙ - ξυράφιον, Ὅμ., κλ.˙ - ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς …, ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι, μεταφ. ἡ σωτηρία ἵσταται νῦν ἐπὶ ἀκμῆς ξυροῦ, (ἢ θὰ ἀπολεσθῶμεν ἢ θὰ σωθῶμεν, - θρὶξ ἀνὰ μέσσον, ὡς λέγει ὁ Θεόκρ.) Ἰλ. Κ. 173 συχνὸν ὡσαύτως καὶ παρὰ τοῖς μετέπειτα πρὸς δήλωσιν σωτηρίας ἢ ἐκφυγῆς θαυμαστῆς καὶ τῶν ὁμοίων, ἀκμῆς ἑστηκυῖαν ἐπὶ ξυροῦ Ἑλλάδα Σιμων. 103˙ ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πράγματα Ἡρόδ. 6. 11˙ κίνδυνος ἐπὶ ξ. ἵσταται ἀκμῆς Θέογν. 557˙ ἔοικε νῦν ἐπὶ ξ. πέλας αὐχὴν πεσεῖσθαι Αἰσχύλ. Χο. 883˙ βεβὼς ... ἐπὶ ξ. τύχης Σοφ. Ἀντ. 996˙ ἔβητ’ ἐπὶ ξυροῦ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 630˙ ἐπὶ ξ. εἶναι Θεόκρ. 22. 6˙ ἐπὶ ξ. ἑστηκέναι Λουκ. ἐν Διῒ Τραγῳδ. 3.