ἡδύνω: Difference between revisions

From LSJ

Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt

Menander, Monostichoi, 547
(13_6a)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] süß, angenehm machen, bes. von Speisen, würzen (nach Moeris attisch für das hellenistische [[ἀρτύω]]), [[ὄψον]], Plat. Theaet. 175 e; Epicharm. bei Ath. VII, 309 f; vom Salz, Arist. meteor. 2, 3. Uebertr. von der Rede, D. Hal. C. V.; ἡδύνονταί τι ὑπὸ φθόγγων οἱ λόγοι Xen. conv. 6, 4; [[κόλαξ]] ἡδύνει λόγῳ τινά, ergötzt, Diphil. Ath. VI, 254 e; ἡδύνειν σκηνὴν δράμασι Ep. ad. 562 (App. 377); pass. sich vergnügen, Timon. Ath. VII, 281 e; – ἡδυσμένη [[μοῦσα]], angenehm, Plat. Rep. X, 607 a; [[λόγος]] Arist. poet. 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1153.png Seite 1153]] süß, angenehm machen, bes. von Speisen, würzen (nach Moeris attisch für das hellenistische [[ἀρτύω]]), [[ὄψον]], Plat. Theaet. 175 e; Epicharm. bei Ath. VII, 309 f; vom Salz, Arist. meteor. 2, 3. Uebertr. von der Rede, D. Hal. C. V.; ἡδύνονταί τι ὑπὸ φθόγγων οἱ λόγοι Xen. conv. 6, 4; [[κόλαξ]] ἡδύνει λόγῳ τινά, ergötzt, Diphil. Ath. VI, 254 e; ἡδύνειν σκηνὴν δράμασι Ep. ad. 562 (App. 377); pass. sich vergnügen, Timon. Ath. VII, 281 e; – ἡδυσμένη [[μοῦσα]], angenehm, Plat. Rep. X, 607 a; [[λόγος]] Arist. poet. 6.
}}
{{ls
|lstext='''ἡδύνω''': ἀόρ. ἥδῡνα Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε, Δίφιλ. Γαμ. 1. - Παθ. ἀόρ. ἡδύνθην Ἀντιφ. Δυσπρ. 2· πρκμ. ἥδυσμαι Πλάτ. (ἴδε κατωτ.), ἀπαρ. ἡδύνθαι κατὰ τὸν Φώτ. ([[ἡδύς]]). Γλυκαίνω, ποιῶ τι ἡδύ, νόστιμον, μετ’ αἰτ., κόκκυγας Ἐπίχ. 82, 7 Ahr.· [[ὄψον]] Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε· τὸ [[κρόμμυον]]… οὐ μόνον σῖτον, ἀλλὰ καὶ [[ποτὸν]] ἡδύνει Ξεν. Συμπ. 4, 8· ἔτι καὶ ἐπὶ ἅλατος (πρβλ. ἡδονὴ ΙΙ), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 38. ΙΙ. μεταφ., ἡδ. θῶπας λόγους Πλάτ. ἔνθ’ ἀνώτ.· ὁ ποιητὴς ἡδ. τὸ ἄτοπον Ἀριστ. Ποιητ. 24, 22· σκηνὴν δρὰμασι Ἀνθ. Π. παραρτ. 377. - Παθ., τὴν ἡδυσμένην μοῦσαν παραδέξει ἐν μέλεσιν Πλάτ. Πολιτ. 607Α πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 6, 3, Πολ. 8. 5, 25· τοὺς λόγους ἡδύνεσθαι ἄν τι ὑπὸ τῶν φθόγγων Ξεν. Συμπ. 6, 4. 2) εὐαρεστῶ, [[θωπεύω]], [[χαρίζομαι]] εἴς τινα, [[κόλαξ]] ἡδύνει τινὰ λόγῳ Δίφιλ. Γαμ. 1· ἡδ. τὴν ἀκοὴν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. - Παθ. Τίμων παρ’ Ἀθην. 281Ε.
}}
}}

Revision as of 11:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύνω Medium diacritics: ἡδύνω Low diacritics: ηδύνω Capitals: ΗΔΥΝΩ
Transliteration A: hēdýnō Transliteration B: hēdynō Transliteration C: idyno Beta Code: h(du/nw

English (LSJ)

aor. 1

   A ἥδῡνα Pl.Tht.175e, Diph.24:—Pass., aor. 1 ἡδύνθην Antiph.90: pf. ἥδυσμαι Pl. (v. infr.), inf. ἡδύνθαι Phot.: (ἡδύς):—season a dish, c. acc., [κόκκυγας] Epich.164; ὄψον Pl.Tht.l.c.; κρόμμυον . . οὐ μόνον σῖτον ἀλλὰ καὶ ποτὸν ἡδύνει X.Smp.4.8; make pleasant, γεῦσιν, οἴνους, Thphr.Od.9,10; even of salt (cf. ἡδονή 11), Arist.Mete.359a34.    II metaph., ἡ. θῶπας λόγους Pl.Tht.l.c.; ὁ ποιητὴς ἡ. τὸ ἄτοπον Arist.Po.1460b2:—Pass., τὴν ἡδυσμένην μοῦσαν παραδέξῃ ἐν μέλεσιν Pl.R.607a, cf. Arist.Po.1449b28, Pol.1340b17, D.H.Comp. 25; τοὺς λόγους ἡδύνεσθαι ἄν τι ὑπὸ τῶν φθόγγων X.Smp.6.4.    2 delight, coax, gratify, κόλαξ ἥδυνέ τινα λόγῳ Diph.24; ἡ. τὴν ἀκοήν D.H.Comp.14:—Pass., Timo17.

German (Pape)

[Seite 1153] süß, angenehm machen, bes. von Speisen, würzen (nach Moeris attisch für das hellenistische ἀρτύω), ὄψον, Plat. Theaet. 175 e; Epicharm. bei Ath. VII, 309 f; vom Salz, Arist. meteor. 2, 3. Uebertr. von der Rede, D. Hal. C. V.; ἡδύνονταί τι ὑπὸ φθόγγων οἱ λόγοι Xen. conv. 6, 4; κόλαξ ἡδύνει λόγῳ τινά, ergötzt, Diphil. Ath. VI, 254 e; ἡδύνειν σκηνὴν δράμασι Ep. ad. 562 (App. 377); pass. sich vergnügen, Timon. Ath. VII, 281 e; – ἡδυσμένη μοῦσα, angenehm, Plat. Rep. X, 607 a; λόγος Arist. poet. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύνω: ἀόρ. ἥδῡνα Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε, Δίφιλ. Γαμ. 1. - Παθ. ἀόρ. ἡδύνθην Ἀντιφ. Δυσπρ. 2· πρκμ. ἥδυσμαι Πλάτ. (ἴδε κατωτ.), ἀπαρ. ἡδύνθαι κατὰ τὸν Φώτ. (ἡδύς). Γλυκαίνω, ποιῶ τι ἡδύ, νόστιμον, μετ’ αἰτ., κόκκυγας Ἐπίχ. 82, 7 Ahr.· ὄψον Πλάτ. Θεαιτ. 175Ε· τὸ κρόμμυον… οὐ μόνον σῖτον, ἀλλὰ καὶ ποτὸν ἡδύνει Ξεν. Συμπ. 4, 8· ἔτι καὶ ἐπὶ ἅλατος (πρβλ. ἡδονὴ ΙΙ), Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 3, 38. ΙΙ. μεταφ., ἡδ. θῶπας λόγους Πλάτ. ἔνθ’ ἀνώτ.· ὁ ποιητὴς ἡδ. τὸ ἄτοπον Ἀριστ. Ποιητ. 24, 22· σκηνὴν δρὰμασι Ἀνθ. Π. παραρτ. 377. - Παθ., τὴν ἡδυσμένην μοῦσαν παραδέξει ἐν μέλεσιν Πλάτ. Πολιτ. 607Α πρβλ. Ἀριστ. Ποιητ. 6, 3, Πολ. 8. 5, 25· τοὺς λόγους ἡδύνεσθαι ἄν τι ὑπὸ τῶν φθόγγων Ξεν. Συμπ. 6, 4. 2) εὐαρεστῶ, θωπεύω, χαρίζομαι εἴς τινα, κόλαξ ἡδύνει τινὰ λόγῳ Δίφιλ. Γαμ. 1· ἡδ. τὴν ἀκοὴν Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 14. - Παθ. Τίμων παρ’ Ἀθην. 281Ε.