Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

διακονικός: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(13_4)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0583.png Seite 583]] zur Bedienung gehörig, geschickt; Ar. Plut. 1170; τέχναι δ. καὶ δουλοπρεπεῖς Plat Gorg. 518 a; auch διακονικώτερος, 517 b; πράξεις, Dienergeschäfte, Arist. Pol. 2, 4; ἔργα, 7, 14. – Adv., διακονικῶς, flink, προιλήλυθας Men. Ath. IV, 172 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0583.png Seite 583]] zur Bedienung gehörig, geschickt; Ar. Plut. 1170; τέχναι δ. καὶ δουλοπρεπεῖς Plat Gorg. 518 a; auch διακονικώτερος, 517 b; πράξεις, Dienergeschäfte, Arist. Pol. 2, 4; ἔργα, 7, 14. – Adv., διακονικῶς, flink, προιλήλυθας Men. Ath. IV, 172 c.
}}
{{ls
|lstext='''διᾱκονικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] εἰς ὑπηρεσίαν, [[χρήσιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1170, κτλ.· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Γοργ. 517Β· αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα, [[ἐργασία]] ἢ [[ἀσχολία]] τοῦ ὑπηρέτου, [[ἔργον]] βάναυσον, [[ἀσχολία]] ταπεινὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 12., 7. 14, 7· δ. ἀρεταὶ [[αὐτόθι]] 1. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον διακόνου Μένανδ. Δημ. 1.
}}
}}

Revision as of 11:09, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διᾱκονικός Medium diacritics: διακονικός Low diacritics: διακονικός Capitals: ΔΙΑΚΟΝΙΚΟΣ
Transliteration A: diakonikós Transliteration B: diakonikos Transliteration C: diakonikos Beta Code: diakoniko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A serviceable, Ar.Pl.1170, etc.; -κή (sc. τέχνη), ἡ, Pl.Plt.299d; δ. φύσις Id. ap. Plu.2.416f: Comp. -ώτερος Id.Grg.517b; αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα servants' business, menial work, Arist.Pol.1277a36, 1333a7; δ. ἀρεταί ib.1259b23. Adv. -κῶς in the course of service, Men.113; serviceably, Sor.1.80.

German (Pape)

[Seite 583] zur Bedienung gehörig, geschickt; Ar. Plut. 1170; τέχναι δ. καὶ δουλοπρεπεῖς Plat Gorg. 518 a; auch διακονικώτερος, 517 b; πράξεις, Dienergeschäfte, Arist. Pol. 2, 4; ἔργα, 7, 14. – Adv., διακονικῶς, flink, προιλήλυθας Men. Ath. IV, 172 c.

Greek (Liddell-Scott)

διᾱκονικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειος εἰς ὑπηρεσίαν, χρήσιμος, Ἀριστοφ. Πλ. 1170, κτλ.· ἐν τῷ συγκρ. -ώτερος Πλάτ. Γοργ. 517Β· αἱ δ. πράξεις, τὰ δ. ἔργα, ἐργασίαἀσχολία τοῦ ὑπηρέτου, ἔργον βάναυσον, ἀσχολία ταπεινὴ Ἀριστ. Πολ. 3. 4, 12., 7. 14, 7· δ. ἀρεταὶ αὐτόθι 1. 13, 2. - Ἐπίρρ. -κῶς, κατὰ τρόπον διακόνου Μένανδ. Δημ. 1.