ἔμπρακτος: Difference between revisions
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(13_4) |
(6_17) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] 1) ausführbar, [[μηχανή]] Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; [[τόλμα]] D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0817.png Seite 817]] 1) ausführbar, [[μηχανή]] Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; [[τόλμα]] D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔμπρακτος''': -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «[[μηδαμῶς]] δέ, ὦ προσφιλεστάτη [[ψυχή]], θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ [[μᾶλλον]] ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, [[οἷον]] τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ [[λόγος]] πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, [[δραστήριος]], [[περί]] τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον [[πρός]] τι, ἑτοίμην [[πρός]] τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Σερτ. 4. ΙΙ. ὑποχρεωμένος νὰ πληρώσῃ, παρ’ οὗ δύναται νὰ εἰσπράξῃ τις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569α. 54. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:11, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A within one's power to do, practicable, μαχανά Pi.P.3.62: Comp. -ότερος, κένωσις Philum. ap. Orib.45.29.5, cf. Sor.2.9; Χρόνος ἔ. εἰς πάντα propitious, Heph.Astr.2.30, cf. Vett.Val.205.32, al.; ἐ. ῥητορική working rhetoric, Phld.Rh.1.10S., al.; also of persons, active, ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμον ἔ. D.S.13.102; τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι ready for... ib.70; τὸ ἔ. vigour, of oratory, Longin.11.2. Adv. -τως actively, Plu.Sert.4; effectively, Phld.Lib.p.380., Archig. ap. Aët.12.1. b holding office, ἄρχοντες Cod.Just.1.2.24.1. 2 ἔ. ἡμέρα day on which legal business may be transacted, POxy.1882.14 (vi A.D.). II under bond to pay, = εἴσπρακτος, IG7.3171.54 (Orchom. Boeot.).
German (Pape)
[Seite 817] 1) ausführbar, μηχανή Pind. P. 3, 62. – 2) ausrichtend, thätig; τόλμα D. Sic. 13, 70; ἀνὴρ τὰ περὶ τὸν πόλεμ ον ἔμπρ. 13, 102; a. Sp. Dah. in der Rede τὸ ἔμπρακτον = die überzeugende Kraft, Longin. 11, 2. – Adv, βιοῦν Plut. Sert. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἔμπρακτος: -ον, ὁ δυνάμενος νὰ ἐκτελεσθῇ, μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ’ ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν, «μηδαμῶς δέ, ὦ προσφιλεστάτη ψυχή, θνητὴ τυγχάνουσα ἐπ’ ἀθάνατον σπεῦδε βίον, ἀλλὰ μᾶλλον ἐπιζήτει μηχανήν, ἣν καὶ καταπράξασθαι δύνασαι, οἷον τοιούτοις ἐπιχείρει ἃ δύνανται πραχθῆναι» Σχόλ.), ὁ λόγος πρὸς ἑαυτόν, Πινδ. Π. 3. 110: - ἐπὶ προσώπων, δραστήριος, περί τι Διόδ. 13. 102˙ τόλμαν ἔχειν ἔμπρακτον πρός τι, ἑτοίμην πρός τι, ὁ αὐτ. 13. 70: - τὸ ἔμπρ., τὸ ἐναγώνιον, τὸ δραματικόν, Λογγῖν. 11. 2. - Ἐπίρρ. -τως, Πλουτ. Σερτ. 4. ΙΙ. ὑποχρεωμένος νὰ πληρώσῃ, παρ’ οὗ δύναται νὰ εἰσπράξῃ τις, Συλλ. Ἐπιγρ. 1569α. 54.