ἔκφορος: Difference between revisions
εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor
(13_6a) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0786.png Seite 786]] 1) herauszutragen, Ar. Plut. 1138. – 2) bekannt zu machen, [[λόγος]] Plat. Lach. 201 a; εἰ δ' ἔκφορός σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγε Eur. Hipp. 295. – 3) durch Leidenschaft fortgerissen, Sp.; sich verirrend, καὶ πλανώμενος Plut. def. or. 25. – 4) act., heraustragend; τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις Aesch. Eum. 870, mögest die Gottlosen bald als Leichen fortschaffen, Wellauer vermuthet ἔκφθορος; bekannt machend, Ar. Th. 472, wenn nicht [[ἐκφορά]] zu lesen. – 5) οἱ ἔκφοροι, Segeltaue, Schol. Ar. Equ. 438. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0786.png Seite 786]] 1) herauszutragen, Ar. Plut. 1138. – 2) bekannt zu machen, [[λόγος]] Plat. Lach. 201 a; εἰ δ' ἔκφορός σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγε Eur. Hipp. 295. – 3) durch Leidenschaft fortgerissen, Sp.; sich verirrend, καὶ πλανώμενος Plut. def. or. 25. – 4) act., heraustragend; τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις Aesch. Eum. 870, mögest die Gottlosen bald als Leichen fortschaffen, Wellauer vermuthet ἔκφθορος; bekannt machend, Ar. Th. 472, wenn nicht [[ἐκφορά]] zu lesen. – 5) οἱ ἔκφοροι, Segeltaue, Schol. Ar. Equ. 438. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἔκφορος''': -ον, ([[φέρω]]) ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἔξω, [[ἐξαγώγιμος]], Ἀριστοφ. Πλ. 1138. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κάμῃ γνωστὸν ἢ κοινολογήσῃ, εἰ δ’ ἔκφ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας Εὐρ. Ἱππ. 295˙ οὐδεὶς γὰρ ἔκφ. [[λόγος]] Πλάτ. Λάχ. 201Α˙ πρβλ. ἐκφορὰ ΙΙ. 2. 3) παραφερόμενος ὑπὸ πάθους ἢ ὀργῆς, [[βίαιος]], [[παράφορος]], Πλούτ. 2. 424Α˙ ἔκφ. ὑπὸ τοῦ πάθους, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ.˙ [[ἵππος]] ἔκφ., [[ἵππος]] ἀφηνιάσας, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐξάγων, ἀπελαύνων, τῶν δυσσεβούντων δ’ ἐκφορωτέρα πέλοις, δηλ. τοὺς δὲ δυσσεβεῖς [[μᾶλλον]] ἀπελάσαις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 910. 2) ἔκφοροι γυναῖκες, ἔγκυοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 258. ΙΙΙ. ὡς ναυτικὸς ὅρος, ἔκφοροι, οἱ, τὰ σχοινία τὰ χρησιμεύοντα πρὸς συστολὴν ἢ διαστολὴν τῶν ἱστίων, ἄλλως τέρθριοι, Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Φωτ. Λεξ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:11, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A exportable, f.l. for ἐκφορά, Ar.Pl.1138. 2 to be made known or divulged, εἰ δ' ἔ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας E.Hipp. 295; οὐδεὶς γὰρ ἔ. λόγος Pl.La.201a; cf. ἐκφορά 1.2. 3 carried astray, Plu.2.424a; ἵππος ἔ. a runaway horse, Gal.5.510. 4 ἔκφορα, τά, produce of the earth, Antipho Soph.60. II Act., carrying out:—in A.Eu.910 τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα is not, more ready to carry them out to burial (v. ἐκφορά 1), but rather, more ready to weed them out, as a gardener does noxious plants (ἀνδρὸς φιτυποίμενος δίκην, in next line). 2 blabbing, betraying secrets, Ar.Th.472. 3 = εὐέκφορος (quod fort. leg.), γυναῖκες Arist.Fr.283. 4 expressive, κίνησις ἔ. τινος Chrysipp.Stoic.3.112. III as Subst., ἔκφοροι, οἱ, reefing-ropes,= τέρθριοι, Sch.Ar.Eq.438, Phot. s.v. ἡνιόχους.
German (Pape)
[Seite 786] 1) herauszutragen, Ar. Plut. 1138. – 2) bekannt zu machen, λόγος Plat. Lach. 201 a; εἰ δ' ἔκφορός σοι συμφορὰ πρὸς ἄρσενας, λέγε Eur. Hipp. 295. – 3) durch Leidenschaft fortgerissen, Sp.; sich verirrend, καὶ πλανώμενος Plut. def. or. 25. – 4) act., heraustragend; τῶν δυσσεβούντων ἐκφορωτέρα πέλοις Aesch. Eum. 870, mögest die Gottlosen bald als Leichen fortschaffen, Wellauer vermuthet ἔκφθορος; bekannt machend, Ar. Th. 472, wenn nicht ἐκφορά zu lesen. – 5) οἱ ἔκφοροι, Segeltaue, Schol. Ar. Equ. 438.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκφορος: -ον, (φέρω) ὃν δύναταί τις νὰ φέρῃ ἔξω, ἐξαγώγιμος, Ἀριστοφ. Πλ. 1138. 2) ὃν δύναταί τις νὰ κάμῃ γνωστὸν ἢ κοινολογήσῃ, εἰ δ’ ἔκφ. σοι ξυμφορὰ πρὸς ἄρσενας Εὐρ. Ἱππ. 295˙ οὐδεὶς γὰρ ἔκφ. λόγος Πλάτ. Λάχ. 201Α˙ πρβλ. ἐκφορὰ ΙΙ. 2. 3) παραφερόμενος ὑπὸ πάθους ἢ ὀργῆς, βίαιος, παράφορος, Πλούτ. 2. 424Α˙ ἔκφ. ὑπὸ τοῦ πάθους, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Συνεσ.˙ ἵππος ἔκφ., ἵππος ἀφηνιάσας, Γαλην. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐξάγων, ἀπελαύνων, τῶν δυσσεβούντων δ’ ἐκφορωτέρα πέλοις, δηλ. τοὺς δὲ δυσσεβεῖς μᾶλλον ἀπελάσαις, Αἰσχύλ. Εὐμ. 910. 2) ἔκφοροι γυναῖκες, ἔγκυοι, Ἀριστ. Ἀποσπ. 258. ΙΙΙ. ὡς ναυτικὸς ὅρος, ἔκφοροι, οἱ, τὰ σχοινία τὰ χρησιμεύοντα πρὸς συστολὴν ἢ διαστολὴν τῶν ἱστίων, ἄλλως τέρθριοι, Σχόλ, εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 438, Φωτ. Λεξ.