ἐκφορά
English (LSJ)
ἡ, (ἐκφέρω)
A carrying out, especially of a corpse to burial, A. Th. 1029, Ch.9,430 (lyr., pl.), Th.2.34; ἐπ' ἐκφορὰν βαδίζειν Ar.Pl.1008; ἐπ' ἐ. ἀκολουθεῖν τινί Lys.1.8; also of meats at a sacrifice, Theopomp. Com.70, Euphro 1.20, prob. in Ar.Pl.1138; τῶν κρεῶν μὴ εἶναι ἐ. ἔξω τοῦ τεμένεος IG7.235.32 (Orop.).
2 blabbing, betrayal of secrets, λόγων ἀπορρήτων ἐκφορά D.L.1.98.
II (from Pass.) of horses, running away, ἡ πρὸς οἶκον ἐκφορά X.Eq.3.5.
2 passing out, ἡ τοῦ πνεύματος ἐκφορά D.S.2.12.
III projection in a building, Vitr.3.5.1, 6.2.2 (pl.).
IV utterance, pronunciation, Phld.Po.994.24, Str.16.4.18, D.H.Comp.14.
V expression, enunciation of ideas, Stoic.2.58, al., D.H.Comp.8, Plu.2.1112e, Alex.Aphr.in Metaph.371.7; esp. mode of expression, grammatical construction, ἐκφορὰ προστακτική A.D. Synt.69.20; ἐνεργητική ib.150.19; ἐκφοραὶ ἑνικαί, ἐκφοραὶ πληθυντικαί, Chrysipp.Stoic.2.6.
VI digression, εἰς ἐκφορὰν ἐκπίπτειν = wander from the point, Gal.8.629.
Spanish (DGE)
-ᾶς, ἡ
• Alolema(s): jón. ἐκφορή Hp.Carn.18, IOropos 277.32 (IV a.C.)
• Grafía: graf. ἐχφ- IGBulg.12.308bis.7
A n. de acción
I 1acción de sacar fuera en cont. ritual οὐκ (ἐστί) ἐκφορά no está permitido sacar lo sacrificado fuera de lugar sagrado, Ar.Pl.1138, Theopomp.Com.71, c. gen. obj. οὐκ ἦν ἐ. Λύκῳ κρεῶν Euphro 1.20, c. gen. y compl. de origen τῶν δὲ κρεῶν μὴ εἶναι ἐκφορὴν ἔξω τοῦ τεμένεος que no se saque la carne fuera del recinto sagrado, IOropos l.c., τούτων οὐκ ἐ. ἐκ τοῦ ναοῦ ICos ED 241.10 (IV a.C.)
•en otros cont. ζυγάστρων ἐκφορ[ᾶς] καὶ παρφορᾶς (por) sacar y volver a colocar los arcones de archivos, CID 2.62.2A.20 (IV a.C.).
2 conducción del difunto en procesión solemne hasta la tumba, procesión, cortejo fúnebre, A.Ch.430, Th.2.34, Ar.Pl.1008, Plb.6.53.6, Luc.Demon.67, ἐ. νεκροῦ A.Ch.9, E.Alc.422, τριταία πρὸς τὸ μνῆμα ἐ. Pl.Lg.959a, ἐπ' ἐκφορὰν αὐτῇ ἀκολουθήσασα Lys.1.8, cf. IPr.113.114 (I a.C.), μελανειμονῆσαί τε τοὺς πολείτας καὶ παρέπεσθαι τῇ ἐκφορᾷ ἅπάντας ἐν τάξει IPE 12.34.24 (Olbia II a.C.), ἐκφορᾷ καὶ ταφῇ δημοσίᾳ IKeramos 7.8 (I a.C.), cf. IG 12(3).249.36 (I a.C.), ἐ. καὶ κηδεία POxy.493.5 (II d.C.).
3 en la equitación acción de salir fuera el caballo, salida hacia fuera del grupo, como sinón. de marcha ἡ πρὸς οἶκον ἐ. X.Eq.3.5.
4 divulgación de secretos ἐ. λόγου Ar.Th.472, Corp.Herm.1.30, λόγων ἀπορρήτων Septem 7.14.
5 expulsión del aire, espiración κιθαρῳδοί, ὁκόταν δέῃ αὐτοῖς μακροφωνεῖν, ... ἐκτείνουσι τὴν ἐκφορήν Hp.l.c., ἡ τοῦ πνεύματος ἐ. D.S.2.12.
II en cont. lingüíst., gram., ret.
1 expresión
a) ref. la construcción gramatical ἐκφοραὶ ἑνικαί καὶ πληθυντικαί Chrysipp.Stoic.2.6, cf. 58, ἡ προστακτικὴ ἐ. A.D.Synt.69.20, ἐάν τε κατ' ἐνεργητικὴν ᾖ ἐκφορὰν ἐάν τε κατὰ παθητικήν A.D.Synt.150.19;
b) expresión de ideas, enunciación τρόπος τῆς ἐκφορᾶς ἁπάντων τῶν νοημάτων D.H.Comp.8.1, τὰς συμφωνίας καὶ τὰς δοκώσεις ἐκφορὰς μόνον εἶναι Plu.2.1112e, παρὰ φύσιν τὴν ἐκφορὰν τῆς κατηγορίας ποιούμενοι Alex.Aphr.in Metaph.371.7;
c) pronunciación διὰ τὴν ἀδοξίαν καὶ ἅμα ἀτοπίαν τῆς ἐκφορᾶς αὐτῶν Str.16.4.18, cf. Phld.Po.A 24.10, D.H.Comp.14.9.
2 digresión εἰς ἐκφορὰν ἐκπεσόντες Gal.8.629.
B concr.
1 andas o féretro llevado en andas SEG 9.4.18 (Cirene I a.C.).
2 arq. elemento saliente, saledizo dicho de la basa de una columna jónica, Vitr.3.5.1, de la cornisa, Vitr.3.5.11, mutulorum ecphorae Vitr.6.2.2.
German (Pape)
[Seite 786] ἡ, 1) das Heraustragen, Wegtragen, κρεῶν, des Opferfleisches, Euphron Ath. IX, 380 a; bes. des Todten, die Bestattung, Aesch. Spt. 1015 Ch. 424; Thuc. 2, 34; τριταία πρὸς τὸ μνῆμα ἐκφορά Plat. Legg. XII, 959 a; ἐπ' ἐκφορὰν ἀκολουθεῖν τινι Lys. 1, 8, wie ἐπ' ἐκφορὰν ἐβάδιζε Ar. Plut. 1008; Sp. – 2) das Ausbringen, Ausplaudern, λόγου Ar. Th. 472; ἀποῤῥήτων D. L. 1, 98; Bezeichnung durch Worte, Ausdruck, Plut. adv. Col. 11. – 3) das Anrennen, heftiger Andrang, Xen. Equ. 3, 5. – 4) πνεύματος, Ausathmen, D. Sic. 2, 12. – 5) am Gebäude der Vorsprung, prolectura, Vitruv. 3, 3.
French (Bailly abrégé)
ᾶς (ἡ) :
1 action de porter au dehors, particul. de porter un corps au bûcher ; abs. convoi funèbre;
2 action de produire au dehors, divulgation, révélation;
3 t. de gramm. mot dérivé.
Étymologie: ἐκφέρω.
Russian (Dvoretsky)
ἐκφορά: ἡ
1 вынос, преимущ. тела, похоронная процессия Aesch., Thuc., Arph., Plat.: ἐπ᾽ ἐκφορὰν ἀκολουθεῖν τινι Lys. провожать чье-л. тело до места погребения;
2 выбалтывание, разглашение (λόγου Arph.; λόγων ἀπορρήτων Diog. L.);
3 порыв, устремление (πρὸς οἶκον, sc. τοῦ ἵππου Xen.);
4 выход (τοῦ πνεύματος Diod.);
5 выражение, словесная форма Plut.;
6 грам. произношение (слова).
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφορά: ἡ, (ἐκφέρω) τὸ φέρειν, κομίζειν τι ἔξω, κυρίως ἐπὶ πτώματος πρὸς ταφήν, Αἰσχύλ. Θήβ. 1024, Χο. 9. 430˙ ἐπ’ ἐκφορὰν βαδίζειν Ἀριστοφ. Πλ. 1008˙ ἐπ’ ἐκφ. ἀκολουθεῖν τινι Λυσ. 92. 24˙ ἴδε Βεκκήρου Χαρικλ. 389. ΙΙ. ἐκκόμισις, τὸ λαμβάνειν τι καὶ ἀπέρχεσθαι, οἷον κρέας ἐκ θυσίας, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 8˙ ὁ αὐτὸς ἐν «Καπηλίσιν» 4. 2) κοινολόγησις, φανέρωσις, διάδοσις, αὐταὶ γάρ ἐσμεν, κοὐδεμί’ ἐκφορὰ (τὰ χειρόγρ. ἔκφορος) λόγου, διότι εἴμεθα μόναι καὶ οἱ λόγοι μας δὲν θὰ διαδοθοῦν ἔξω, Ἀριστοφ. Θεσμ. 472: λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῦ Διογ. Λ. 1. 98. ΙΙΙ. (ἐκ τοῦ παθ.,) ἐπὶ ἵππων, φυγή, ἡ πρὸς οἶκον ἐκφορὰ Ξεν. Ἱππ. 3, 5. 2) ἡ πρὸς τὰ ἔξω φορά, ἐκπνοή, ἡ τοῦ πνεύματος ἐκφ. Διόδ. 2. 12. IV. τὸ ἐξέχον μέρος ἐν οἰκοδομήματι, Βιτρούβ. 3. 3. V. παράγωγος λέξις, Πλούτ. 2. 1112Ε.
Greek Monolingual
η (AM ἐκφορά)
1. μεταφορά προς τα έξω, απομάκρυνση
2. (για νεκρό) κηδεία, ξόδι
3. γραμμ. ο τρόπος συντάξεως μιας λέξεως ή προτάσεως
(μσν.αρχ.) η έξοδος του κύματος στην παραλία
αρχ.
1. (για το κρέας τών θυσιών) αποκόμιση, το να παίρνει ένας κρέας από θυσίες
2. διάδοση, κοινολόγηση («λόγων ἀπορρήτων ἐκφορὰν μὴ ποιοῦ», Διογ. Λ.)
3. (για άλογο) φυγή
4. η προς τα έξω φορά, εκπνοή
5. προεξοχή οικοδομήματος
6. (για ιδέες) διατύπωση, έκφραση
7. παρέκβαση, παρέκκλιση από το πρέπον
8. παράγωγη λέξη.
Greek Monotonic
ἐκφορά: ἡ (ἐκφέρω),
I. μεταφορά νεκρού προς ταφή, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
II. (από Παθ.) λέγεται για άλογα, φυγή, διαφυγή, τρέξιμο, σε Ξεν.
Middle Liddell
ἐκφορά, ἡ, ἐκφέρω
I. a carrying out of a corpse to burial, Aesch., Ar.
II. (from Pass.) of horses, a running away, Xen.