ἀπαράτρεπτος: Difference between revisions

From LSJ

ὅσῳ διαφέρει σῦκα καρδάμων → as different as chalk from cheese, different as chalk from cheese, apples and oranges, like apples and oranges, by as much as cardamom is different from figs

Source
(13_3)
(6_4)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] ungewandt, ἱμάτια B. A. p. 29, καινά; übertr., [[δικαστής]], unerbittlich, Poll. 8, 10; adv. unabwendbar, M. Anton. 1, 16; neben [[ἀπαράβατος]] Plut. Symp. 9, 14, 6.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0280.png Seite 280]] ungewandt, ἱμάτια B. A. p. 29, καινά; übertr., [[δικαστής]], unerbittlich, Poll. 8, 10; adv. unabwendbar, M. Anton. 1, 16; neben [[ἀπαράβατος]] Plut. Symp. 9, 14, 6.
}}
{{ls
|lstext='''ἀπαράτρεπτος''': ἀγύριστος, ἐπὶ ἱματίων «ἀπαράτρεπτα ἱμάτια τὰ καινὰ καὶ πρὶν ἢ γναφῆναι ἱμάτια» Α. Β. 29. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, [[ἄκαμπτος]], [[ἀδυσώπητος]], [[ἀμετάβλητος]], τὸ βέλτιστον ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, Πλούτ. 2. 745D· αὐστηρῶς [[δίκαιος]], δικαστὴς [[Πολυδ]]. Η΄, 10. ― Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 1. 16.
}}
}}

Revision as of 11:14, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαράτρεπτος Medium diacritics: ἀπαράτρεπτος Low diacritics: απαράτρεπτος Capitals: ΑΠΑΡΑΤΡΕΠΤΟΣ
Transliteration A: aparátreptos Transliteration B: aparatreptos Transliteration C: aparatreptos Beta Code: a)para/treptos

English (LSJ)

   A not turned, of clothes, Phryn.PS p.52 B.    II of laws, not to be perverted, Plu.2.745d; of persons, Poll.8.10. Adv. -τως M.Ant.1.16.1.

German (Pape)

[Seite 280] ungewandt, ἱμάτια B. A. p. 29, καινά; übertr., δικαστής, unerbittlich, Poll. 8, 10; adv. unabwendbar, M. Anton. 1, 16; neben ἀπαράβατος Plut. Symp. 9, 14, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαράτρεπτος: ἀγύριστος, ἐπὶ ἱματίων «ἀπαράτρεπτα ἱμάτια τὰ καινὰ καὶ πρὶν ἢ γναφῆναι ἱμάτια» Α. Β. 29. 18. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων καὶ πραγμάτων, ἄκαμπτος, ἀδυσώπητος, ἀμετάβλητος, τὸ βέλτιστον ἀπαράτρεπτον καὶ ἀπαράβατον, Πλούτ. 2. 745D· αὐστηρῶς δίκαιος, δικαστὴς Πολυδ. Η΄, 10. ― Ἐπίρρ. -τως Μ. Ἀντων. 1. 16.