ταὐτό: Difference between revisions
From LSJ
(c2) |
(6_12) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] ion. τωὐτό, att. auch ταὐτόν, neutr. von ὁ [[αὐτός]] für τὸ αὐτό, ein u. dasselbe. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1074.png Seite 1074]] ion. τωὐτό, att. auch ταὐτόν, neutr. von ὁ [[αὐτός]] für τὸ αὐτό, ein u. dasselbe. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ταὐτό''': Ἰων. [[τωὐτό]], Ἀττ. καὶ ταὐτόν, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, τὸ αὐτὸν ([[ἐνταῦθα]] σημειωτέον ὅτι τὰ σύνθετα ἐκ τοῦ ταὐτο οἱ νεώτεροι ἐκδόται συνήθως γράφουσι ταυτο [[ἄνευ]] κορωνίδος). | |||
}} | }} |
Revision as of 11:15, 5 August 2017
German (Pape)
[Seite 1074] ion. τωὐτό, att. auch ταὐτόν, neutr. von ὁ αὐτός für τὸ αὐτό, ein u. dasselbe.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτό: Ἰων. τωὐτό, Ἀττ. καὶ ταὐτόν, κατὰ κρᾶσιν ἀντὶ τὸ αὐτό, τὸ αὐτὸν (ἐνταῦθα σημειωτέον ὅτι τὰ σύνθετα ἐκ τοῦ ταὐτο οἱ νεώτεροι ἐκδόται συνήθως γράφουσι ταυτο ἄνευ κορωνίδος).