ἐνοίκιος: Difference between revisions
Ζήτει σεαυτῷ καταλιπεῖν εὐδοξίαν → Tibi studeto gloriam relinquere → Dir guten Ruf zu hinterlassen sei bemüht
(13_4) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0849.png Seite 849]] im Hause; [[ὄρνις]], Hausvogel, Aesch. Eum. 828; – τὸ ἐνοίκιον, – a) Wohnung, D. Per. 668. – b) Miethzins, Miethe; Dem. 48, 45; Is. 6, 21; Luc. D. Meretr. 7, 2; Nicarch. 33 (XI, 251). | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0849.png Seite 849]] im Hause; [[ὄρνις]], Hausvogel, Aesch. Eum. 828; – τὸ ἐνοίκιον, – a) Wohnung, D. Per. 668. – b) Miethzins, Miethe; Dem. 48, 45; Is. 6, 21; Luc. D. Meretr. 7, 2; Nicarch. 33 (XI, 251). | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐνοίκιος''': -ον, ([[οἶκος]]) ὁ ἐν τῷ οἴκῳ ὤν, [[οἴκοι]] διαμένων, [[κατοικίδιος]], [[ἐνοίκιος]] [[ὄρνις]], [[ἀλέκτωρ]], ἐνοικίου δ’ ὄρνιθος οὐ [[λέγω]] μάχην Αἰσχύλ. Εὐμ. 866· πρβλ. ἐνδομάχας. ΙΙ. ὡς οὐσ., 1) ἐνοίκιον, τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Λυσ. Ἀποσπ. 15, Ἰσαῖος 58. 23, Δημ. 1179. 23, Ἀνθ. Π. 11. 251· τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχὴ Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 139Ε. 2) ἐνοίκιον, τό, [[οἴκησις]], σχέτλιοι, οἳ περὶ κεῖνον ἐνοίκια χῶρον ἔχουσιν, «σχετλιασμοῦ δὲ ὄ ἐκεῖνοι οἱ ἄνδρες ἄξιοι, οἵτινες περὶ τὸν ποταμὸν ἐκεῖνον τὴν οἴκησιν αὐτῶν ἔχουσιν» (Παράφρ.) Διον. Π. 668. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:19, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A in the house, keeping at home, ἐ. ὄρνις dunghill cock, A.Eu.866. II as Subst., 1 ἐνοίκιον, τό, house-rent, Lys.Fr. 27, Is.6.21, D.48.45, AP11.251 (Nicarch.), Plu.Sull.1: pl., BCH6.10 (Delos, ii B. C.), Ps.-Luc.Philopatr.20, POxy.104.15 (i A. D.): metaph., τῷ σώματι τελεῖ ἐ. ἡ ψυχή Thphr. ap. Plu.2.135e; rent in general, ἀποθήκης, θησαυροῦ, BGU32.3, PTeb.520. b allowance in lieu of quarters, IG11(2).144.27 (Delos, iv B. C.). 2 ἐνοίκιον, τό, dwelling, D.P.668.
German (Pape)
[Seite 849] im Hause; ὄρνις, Hausvogel, Aesch. Eum. 828; – τὸ ἐνοίκιον, – a) Wohnung, D. Per. 668. – b) Miethzins, Miethe; Dem. 48, 45; Is. 6, 21; Luc. D. Meretr. 7, 2; Nicarch. 33 (XI, 251).
Greek (Liddell-Scott)
ἐνοίκιος: -ον, (οἶκος) ὁ ἐν τῷ οἴκῳ ὤν, οἴκοι διαμένων, κατοικίδιος, ἐνοίκιος ὄρνις, ἀλέκτωρ, ἐνοικίου δ’ ὄρνιθος οὐ λέγω μάχην Αἰσχύλ. Εὐμ. 866· πρβλ. ἐνδομάχας. ΙΙ. ὡς οὐσ., 1) ἐνοίκιον, τό, ὡς παρ’ ἡμῖν, Λυσ. Ἀποσπ. 15, Ἰσαῖος 58. 23, Δημ. 1179. 23, Ἀνθ. Π. 11. 251· τῷ σώματι τελεῖ ἐνοίκιον ἡ ψυχὴ Θεόφρ. παρὰ Πλουτ. 2. 139Ε. 2) ἐνοίκιον, τό, οἴκησις, σχέτλιοι, οἳ περὶ κεῖνον ἐνοίκια χῶρον ἔχουσιν, «σχετλιασμοῦ δὲ ὄ ἐκεῖνοι οἱ ἄνδρες ἄξιοι, οἵτινες περὶ τὸν ποταμὸν ἐκεῖνον τὴν οἴκησιν αὐτῶν ἔχουσιν» (Παράφρ.) Διον. Π. 668.