μυρσίνη: Difference between revisions
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(13_3) |
(6_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0221.png Seite 221]] ἡ, = [[μυῤῥίνη]]; μυρσίνας στέφανον, Pind. I. 7, 67; Eur. στέφει [[κρᾶτα]] μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; δρέπων τερείνης μυρσίνης κάρᾳ πλόκους, El. 778; Anacr. 30, 1, im plur. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0221.png Seite 221]] ἡ, = [[μυῤῥίνη]]; μυρσίνας στέφανον, Pind. I. 7, 67; Eur. στέφει [[κρᾶτα]] μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; δρέπων τερείνης μυρσίνης κάρᾳ πλόκους, El. 778; Anacr. 30, 1, im plur. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''μυρσίνη''': [ῐ], μεταγεν. Ἀττ. [[μυρρίνη]], ἡ, «μυρτιά», Ἀρχίλ. 25, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58˙ μυρσίνης [[στέφανος]] Πινδ. Ι. 8 (7). 147, Εὐρ. Ἄλκ. 172. ΙΙ. [[κλάδος]] μυρσίνης, Ἡρόδ. 1. 132., 8. 99, κ. ἀλλ.˙ ἢ [[στέφανος]] ἐκ μυρσίνης, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 25, Ἀριστ. Σφ. 861, Νεφ. 1364, κτλ.˙ πρβλ. [[σκόλιον]]. 2) [[μυιοσόβιον]] (μυαστῆρι) ἐκ κλάδου μυρσίνης, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 59. 3) ἐν τῷ πληθ., ἡ ἀγορὰ τῶν ἐκ κλάδων μυρσίνης στεφάνων, ἐν ταῖς μ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 448˙ πρβλ. [[μύρον]] 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῐ], Att. μυρρίνη IG12.313.150, 22.949.18, 1235.14, Thphr.HP1.14.4, etc.: ἡ:—
A myrtle, Myrtus communis, Archil.29, Lysipp.9, Alex.98.25, Arist.HA627b18; μυρσίνας στέφανος Pi.I.8(7).74, cf. IG ll. cc.; μυρσίνης φόβη E.Alc.172. 2 μ. ἀγρία Butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144. II myrtle-branch, Hdt.1.132, 8.99, al., Apolloph.5.2. 2 myrtle-wreath, Pherecr.108.25, Ar.V.861, Nu.1364, etc.; cf. σκόλιον. 3 in pl., the myrtle-wreath-market, ἐν ταῖς μ. Id.Th.448. III v. μύρσινος 11.2.
German (Pape)
[Seite 221] ἡ, = μυῤῥίνη; μυρσίνας στέφανον, Pind. I. 7, 67; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; δρέπων τερείνης μυρσίνης κάρᾳ πλόκους, El. 778; Anacr. 30, 1, im plur.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσίνη: [ῐ], μεταγεν. Ἀττ. μυρρίνη, ἡ, «μυρτιά», Ἀρχίλ. 25, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58˙ μυρσίνης στέφανος Πινδ. Ι. 8 (7). 147, Εὐρ. Ἄλκ. 172. ΙΙ. κλάδος μυρσίνης, Ἡρόδ. 1. 132., 8. 99, κ. ἀλλ.˙ ἢ στέφανος ἐκ μυρσίνης, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 25, Ἀριστ. Σφ. 861, Νεφ. 1364, κτλ.˙ πρβλ. σκόλιον. 2) μυιοσόβιον (μυαστῆρι) ἐκ κλάδου μυρσίνης, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 59. 3) ἐν τῷ πληθ., ἡ ἀγορὰ τῶν ἐκ κλάδων μυρσίνης στεφάνων, ἐν ταῖς μ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 448˙ πρβλ. μύρον 2.