ἀπασχολέω: Difference between revisions
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(13_2) |
(6_5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0281.png Seite 281]] durch Beschäftigung abhalten, übh. abhalten, βέλη Herodian. 7, 2, 12; pass., beschäftigt sein, [[περί]] τινα Luc. Philops. 14. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0281.png Seite 281]] durch Beschäftigung abhalten, übh. abhalten, βέλη Herodian. 7, 2, 12; pass., beschäftigt sein, [[περί]] τινα Luc. Philops. 14. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἀπασχολέω''': ἀπασχολῶ ὡς καὶ νῦν Λουκ. Φιλόψ. 14, Ἡλιόδ. 2. 21: ― Παθ. εἶμαι ὁλωσδιόλου ἀπησχολημένος χωρὶς νὰ [[δύναμαι]] νὰ προσέξω εἰς [[ἄλλο]] τι, περὶ τινα Λουκ. Χαρίδ. 19· πρβλ. Κλήμ. Ἁλ. 778. ΙΙ. τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης εἰς ἑαυτὴν τὰ βέλη, καθιστώσης αὐτὰ ἀτελεσφόρητα, Ἡρωδιαν. 7. 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:22, 5 August 2017
English (LSJ)
A leave one no leisure, keep him employed, Luc.Philops. 14, Hld.2.21:—Pass., to be wholly occupied or engrossed, so as to attend to nothing else, περί τινα Luc.Charid.19, cf. Olymp. in Mete. 108.22; τινί ib.107.13; ἀ. ἐπὶ τῆς ἀλλοδαπῆς to be absent on foreign service, POxy.71 ii 8 (iv A. D.). II τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης ἐς ἑαυτὴν τὰ βέλη rendering them of none effect, Hdn.7.2.5. III ἀ. τινὰ τῶν ἡδίστων detain him from .., Hld. 10.23.
German (Pape)
[Seite 281] durch Beschäftigung abhalten, übh. abhalten, βέλη Herodian. 7, 2, 12; pass., beschäftigt sein, περί τινα Luc. Philops. 14.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπασχολέω: ἀπασχολῶ ὡς καὶ νῦν Λουκ. Φιλόψ. 14, Ἡλιόδ. 2. 21: ― Παθ. εἶμαι ὁλωσδιόλου ἀπησχολημένος χωρὶς νὰ δύναμαι νὰ προσέξω εἰς ἄλλο τι, περὶ τινα Λουκ. Χαρίδ. 19· πρβλ. Κλήμ. Ἁλ. 778. ΙΙ. τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης εἰς ἑαυτὴν τὰ βέλη, καθιστώσης αὐτὰ ἀτελεσφόρητα, Ἡρωδιαν. 7. 2.