λίβα: Difference between revisions

From LSJ

ταράσσει τοὺς ἀνθρώπους οὐ τὰ πράγματα, ἀλλὰ τὰ περὶ τῶν πραγμάτων δόγματα → what disturbs people is not what happens, but their view of what happens | it is not the things themselves that disturb men, but their judgements about these things

Source
(8)
 
(6_4)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=li/ba
|Beta Code=li/ba
|Definition=λιβός, acc. and gen. of <b class="b3">λίψ</b> (q.v.).
|Definition=λιβός, acc. and gen. of <b class="b3">λίψ</b> (q.v.).
}}
{{ls
|lstext='''λίβα''': αἰτ. [[ἄνευ]] ὀνομαστικῆς ἐν χρήσει, = σπονδήν, τρίτον Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν λ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. 68· γενική τις:, φιλοσπόνδου [[λιβός]], ἀπαντᾷ ἐν Χοηφόρ. 292· περὶ τοῦ Ἀγ. 1498, ἴδε ἐν λ. [[λίπος]].
}}
}}

Revision as of 11:22, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λίβα Medium diacritics: λίβα Low diacritics: λίβα Capitals: ΛΙΒΑ
Transliteration A: líba Transliteration B: liba Transliteration C: liva Beta Code: li/ba

English (LSJ)

λιβός, acc. and gen. of λίψ (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

λίβα: αἰτ. ἄνευ ὀνομαστικῆς ἐν χρήσει, = σπονδήν, τρίτον Διὸς σωτῆρος εὐκταίαν λ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 52, πρβλ. 68· γενική τις:, φιλοσπόνδου λιβός, ἀπαντᾷ ἐν Χοηφόρ. 292· περὶ τοῦ Ἀγ. 1498, ἴδε ἐν λ. λίπος.