ἑτερόγλωσσος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(c2)
(6_5)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] der eine andere Sprache redet, Ggstz [[ὁμόγλωσσος]], Pol. 24, 9, 5; Strab. VIII p. 333; N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1048.png Seite 1048]] der eine andere Sprache redet, Ggstz [[ὁμόγλωσσος]], Pol. 24, 9, 5; Strab. VIII p. 333; N. T.
}}
{{ls
|lstext='''ἑτερόγλωσσος''': Ἀττ. -ττος, ον, ὁ λαλῶν ἑτέραν, δηλ. ξένην γλῶσσαν, ξενόγλωσσος, Πολύβ. 24. 9, 5, Στράβ. 333· ἐν ἑτερογλώσσοις καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέροις λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ, δι’ ἑτερογλώσσων καὶ διὰ ξένων χειλέων θὰ λαλήσω πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. κ. ιδ΄, 21. ― Ἐπίρρ. -ώσσως, Ἰω. Χρυσ. τ. 3. σ. 234· ― ἀντίθετ. τῷ [[ὁμόγλωσσος]].
}}
}}

Revision as of 11:23, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτερόγλωσσος Medium diacritics: ἑτερόγλωσσος Low diacritics: ετερόγλωσσος Capitals: ΕΤΕΡΟΓΛΩΣΣΟΣ
Transliteration A: heteróglōssos Transliteration B: heteroglōssos Transliteration C: eteroglossos Beta Code: e(tero/glwssos

English (LSJ)

Att. ἑτερόγλωττος, ον,

   A of other (i.e. foreign) tongue, Plb.23.13.2, Str.8.1.2; ἐν ἑτερογλώσσοις λαλεῖν by men of foreign tongue, 1 Ep.Cor.14.21, cf. Onos.26.2, Aq.Is.33.19.    2 of diverse tongues, ζῷα Ph.1.406.

German (Pape)

[Seite 1048] der eine andere Sprache redet, Ggstz ὁμόγλωσσος, Pol. 24, 9, 5; Strab. VIII p. 333; N. T.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτερόγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ λαλῶν ἑτέραν, δηλ. ξένην γλῶσσαν, ξενόγλωσσος, Πολύβ. 24. 9, 5, Στράβ. 333· ἐν ἑτερογλώσσοις καὶ ἐν χείλεσιν ἑτέροις λαλήσω τῷ λαῷ τούτῳ, δι’ ἑτερογλώσσων καὶ διὰ ξένων χειλέων θὰ λαλήσω πρὸς τὸν λαὸν τοῦτον, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. κ. ιδ΄, 21. ― Ἐπίρρ. -ώσσως, Ἰω. Χρυσ. τ. 3. σ. 234· ― ἀντίθετ. τῷ ὁμόγλωσσος.