ἀπεοικώς: Difference between revisions
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_5) |
(No difference)
|
Revision as of 11:24, 5 August 2017
Greek (Liddell-Scott)
ἀπεοικώς: Ἀττ. ἀπεικῶς, υῖα, ός, μετοχ. τοῦ ἀπέοικα (ὅπερ ἀπαντᾷ μόνον παρὰ μεταγεν. συγγραφ., Ἀρρ. Ἰνδ. 6. 8, Πλουτ. Περικλ. 8): παράλογος, ἀνάρμοσοτος, ἄδικος, παρὰ τὸ πρέπον, παρὰ φύσιν, οὐκ ἀπεικὸς Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Ἀντιφῶν 117. 1· οὐκ ἀπεικὸς Πολύβ. 2. 62, 8· ἀπεοικὼς πρὸς τὰ καλά, ἀνάρμοστος, μὴ διατεθειμένος πρὸς ἐκτέλεσιν γενναίων ἔργων, ὁ αὐτ. 6. 26, 12· συχνάκις παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Οὐϋττεμβαχ. Πίν. Πλουτ.: ― Ἐπίρρ. ἀπεοικότως, ἀλόγως, Θουκ. 6. 55· ἀλλ’ ἐν 1. 73., 2. 8., 8. 68, ἔχει οὐκ ἀπεικότως.