κατακονδυλίζω: Difference between revisions
From LSJ
μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.
(13_2) |
(6_7) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] mit Fäusten, Ohrfeigen zerschlagen, ohrfeigen; κατακεκονδύλισται Aesch. 3, 212; Sp.; [[κατακονδύλιστος]], Erkl. von ἐπικοῤῥιστός, Hesych. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1355.png Seite 1355]] mit Fäusten, Ohrfeigen zerschlagen, ohrfeigen; κατακεκονδύλισται Aesch. 3, 212; Sp.; [[κατακονδύλιστος]], Erkl. von ἐπικοῤῥιστός, Hesych. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κατακονδῠλίζω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[κονδυλίζω]], διὰ τῶν κονδύλων ἢ [[γρόνθων]] κτυπῶ, κονδύλοις [[καταβάλλω]], κατακεκονδύλισται, [[ὥστε]] ἔχειν τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τοῦ Μειδίου ἔτι φανερὰ Αἰσχίν. 84, 22. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 5 August 2017
English (LSJ)
strengthd. for κονδυλίζω, Aeschin.3.212 (Pass.), LXXAm.5.11;
A ὄχλος -ισμένος τὴν ψυχήν Ph.1.387.
German (Pape)
[Seite 1355] mit Fäusten, Ohrfeigen zerschlagen, ohrfeigen; κατακεκονδύλισται Aesch. 3, 212; Sp.; κατακονδύλιστος, Erkl. von ἐπικοῤῥιστός, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
κατακονδῠλίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ κονδυλίζω, διὰ τῶν κονδύλων ἢ γρόνθων κτυπῶ, κονδύλοις καταβάλλω, κατακεκονδύλισται, ὥστε ἔχειν τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τοῦ Μειδίου ἔτι φανερὰ Αἰσχίν. 84, 22.