ἐπιστρεφής: Difference between revisions

From LSJ

Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart

Menander, Monostichoi, 454
(13_6a)
(6_8)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; [[ῥήτωρ]] Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ [[θεός]] Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ [[δίαιτα]] Hdn. 5, 2; καὶ [[κόσμιος]] [[ἀρχή]] 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – [[φωνή]], modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ θρασέως καθήπτετο D. Hal. 7, 34.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0985.png Seite 985]] ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; [[ῥήτωρ]] Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ [[θεός]] Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ [[δίαιτα]] Hdn. 5, 2; καὶ [[κόσμιος]] [[ἀρχή]] 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – [[φωνή]], modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ θρασέως καθήπτετο D. Hal. 7, 34.
}}
{{ls
|lstext='''ἐπιστρεφής''': -ές, ὁ στρέφων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὸν νοῦν [[αὐτοῦ]] εἴς τι, [[προσεκτικός]], [[ἄγρυπνος]], [[ῥήτωρ]] Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 275F· πρβλ. [[ἐπιστρέφω]] ΙΙ. 3. 2) [[ἀκριβής]], [[αὐστηρός]], καταγραφαὶ Διον. Ἁλ. 10. 33· ἀρχὴ Ἡρῳδιαν. 1. 8, κτλ.· ― [[οὕτως]], ἐπίρρ. -φῶς, Ἰων. -[[φέως]], [[μετὰ]] σπουδῆς, δραστηρίως, ἐνεργῶς, εἴρετο ἐπιστρ. Ἡρόδ. 1. 30· ἐπιστρ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Αἰσχίν. 10. 30· ἐπ. [[πάνυ]] καὶ θρασέως Διον. Ἁλ. 7. 34· πρβλ. [[ἐπιστρέφω]] ΙΙ. 5. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ. «ἐπιστρεφέως, ἀντὶ τοῦ ἐπιμελῶς παρὰ Ἡροδότῳ καὶ ἀπατητικῶς», πρβλ. καὶ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. ΙΙ. [[εὔστροφος]], Λατ. versatilis, ποικιλοτρόπως καμπτόμενος, [[ποικίλος]], φωνὴ ἐπ., ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 3.
}}
}}

Revision as of 11:26, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστρεφής Medium diacritics: ἐπιστρεφής Low diacritics: επιστρεφής Capitals: ΕΠΙΣΤΡΕΦΗΣ
Transliteration A: epistrephḗs Transliteration B: epistrephēs Transliteration C: epistrefis Beta Code: e)pistrefh/s

English (LSJ)

ές,

   A turning one's eyes or mind to a thing, attentive, ῥήτωρ X.HG6.3.7; θεός Plu.2.276a; ἐπιστρεφεῖς πρὸς τὴν θεραπείαν Phld.Ir.p.21 W.    2. exact, strict, severe, καταγραφαί D.H.10.33 (Comp.); ἀρχή Hdn.7.8.7; δίαιτα Id.5.2.5. Adv. -φῶς, Ion. -φέως, earnestly, vehemently, εἴρετο ἐ. Hdt.1.30; ἐ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aeschin.1.71; ἐ. πάνυ καὶ θρασέως D.H.7.34: Comp. -έστερον UPZ 24.24 (ii B.C.), Phleg.Olymp.Fr.1, etc.; cf. ἐπιστρέφω 11.5:—ἐπιστρεφῶς is v.l. for ἐπιστρόφως in Eub.150.7 = Ephipp.3.10.    II. flexible, supple, ἰσχίον Philostr.Gym.35: metaph., modulated, varied, φωνὴ ἐ., of the nightingale, Arist.HA632b24.    2. = ἐπιστρεπτικός, μερισμός Dam.Pr.272; νοῦς ib.304.

German (Pape)

[Seite 985] ές, seine Aufmerksamkeit auf Etwas richtend, aufmerksam, sorgfältig, genau; ῥήτωρ Xen. Hell. 6, 3, 7; καὶ πολυωρητικὴ θεός Plut. Qu. Rom. 46; – angespannt, streng, καὶ στρατιωτικὴ δίαιτα Hdn. 5, 2; καὶ κόσμιος ἀρχή 7, 8; πολὺ τὸ ἐπιστρεφὲς ἔσχε πρὸς τοὺς φαύλους, er war streng gegen sie, 7, 10; ἐπιστρεφεστέρας τὰς καταγραφὰς γιγνομένας D. Hal. 10, 33; – φωνή, modulirt, von der Nachtigall, Arist. H. A. 9, 49. – Adv. ἐπιστρεφῶς, ion. ἐπιστρεφέως, gespannt, hastig, mit Lebhaftigkeit, εἴρετο Her. 1, 30; καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Aesch. 1, 71; καὶ θρασέως καθήπτετο D. Hal. 7, 34.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστρεφής: -ές, ὁ στρέφων τοὺς ὀφθαλμοὺς ἢ τὸν νοῦν αὐτοῦ εἴς τι, προσεκτικός, ἄγρυπνος, ῥήτωρ Ξεν. Ἑλλ. 6. 3, 7, πρβλ. Πλούτ. 2. 275F· πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 3. 2) ἀκριβής, αὐστηρός, καταγραφαὶ Διον. Ἁλ. 10. 33· ἀρχὴ Ἡρῳδιαν. 1. 8, κτλ.· ― οὕτως, ἐπίρρ. -φῶς, Ἰων. -φέως, μετὰ σπουδῆς, δραστηρίως, ἐνεργῶς, εἴρετο ἐπιστρ. Ἡρόδ. 1. 30· ἐπιστρ. καὶ ῥητορικῶς φήσουσι Αἰσχίν. 10. 30· ἐπ. πάνυ καὶ θρασέως Διον. Ἁλ. 7. 34· πρβλ. ἐπιστρέφω ΙΙ. 5. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐπιστρεφέως, ἀντὶ τοῦ ἐπιμελῶς παρὰ Ἡροδότῳ καὶ ἀπατητικῶς», πρβλ. καὶ Εὔβουλ. ἐν Ἀδήλ. 15a. ΙΙ. εὔστροφος, Λατ. versatilis, ποικιλοτρόπως καμπτόμενος, ποικίλος, φωνὴ ἐπ., ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 49Β, 3.