προθετικός: Difference between revisions
ἀλεξίκακε τρισέληνε, μηδέποθ' ἡττηθείς, σήμερον ἐξετάθης → averter of woes, offspring of three nights, thou, who never didst suffer defeat, art to-day laid low
(c2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0723.png Seite 723]] ή, όν, zum Vorsetzen gehörig, Sp.; [[μόριον]], die Präposition, D. Hal. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0723.png Seite 723]] ή, όν, zum Vorsetzen gehörig, Sp.; [[μόριον]], die Präposition, D. Hal. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προθετικός''': -ή, -όν, ([[πρόθεσις]] ΙΙ) ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν, προορώμενος, τοῦ τέλους Ἀριστ. Μεγάλα Ἠθ. 1. 18, 6. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόταξιν, πρ. [[μόριον]], [[πρόθεσις]], Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖ. 2. 2· ὁ [[μετὰ]] προθέσεως, [[σύνταξις]] Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 326, κ. ἀλλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (
A πρόθεσις 11) setting before itself, ἡ ἀρετὴ π. [τοῦ τέλους] Arist.MM1190a19; opp. ποιητικός, connected with planning, opp. execution, prob.l. ib.21. II of or for prefixing, π. μόριον preposition, D.H.Amm.2.2; prepositional, σύνδεσμοι Stoic. ap. A.D. Synt.305.24; σύνταεις A.d.l.c.22.
German (Pape)
[Seite 723] ή, όν, zum Vorsetzen gehörig, Sp.; μόριον, die Präposition, D. Hal.
Greek (Liddell-Scott)
προθετικός: -ή, -όν, (πρόθεσις ΙΙ) ἔχων πρὸ ὀφθαλμῶν, προορώμενος, τοῦ τέλους Ἀριστ. Μεγάλα Ἠθ. 1. 18, 6. ΙΙ. ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πρόταξιν, πρ. μόριον, πρόθεσις, Διον. Ἁλ. πρὸς Ἀμμαῖ. 2. 2· ὁ μετὰ προθέσεως, σύνταξις Ἀπολλ. π. Ἀντωνυμ. 326, κ. ἀλλ.