ἁπτικός: Difference between revisions
(c2) |
(6_10) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0340.png Seite 340]] zum Berühren, Angreifen geschickt, [[γλῶττα]] ἁπτικωτάτη Arist. part. anim. 2. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0340.png Seite 340]] zum Berühren, Angreifen geschickt, [[γλῶττα]] ἁπτικωτάτη Arist. part. anim. 2. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἁπτικός''': -ή, -όν, (ἅπτομαι) ὁ δυνάμενος ἢ [[ἐπιτήδειος]] ἅπτεσθαί τινος, [[ἀνάγκη]] γὰρ τῶν ὄντων ὅσοις ἐστὶ [[μῖξις]], [[εἶναι]] ταῦτ’ [[ἀλλήλων]] ἁπτικὰ Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 5. 2) ἀπολ. ἡ ἁπτικὴ [[αἴσθησις]], ἡ [[αἴσθησις]] τῆς ἁφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 7· [[ἄνευ]] τοῦ ἁπτικοῦ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων [[αὐτόθι]] 2. 3. 8· [[γλῶττα]] ἁπτικωτάτη, ἔχουσα μεγάλην ἁπτικὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:30, 5 August 2017
English (LSJ)
ή, όν, (ἅπτομαι)
A able to come into contact with, ἀλλήλων Arist.GC322b27. 2 abs., τὴν ἁ. αἴσθησιν the sense of touch, Id.de An.413b9, cf. Alex.Aphr.Pr.Praef.; τὸ ἁ. Arist.de An.415a3; γλῶττα ἁπτικωτάτη most sensitive to touch, Id.PA660a21. Adv. -κῶς Olymp. in Alc.p.40C. 3 of medicines, acting on, c. gen., τοῦ νευρώδους Dsc.2.179.
German (Pape)
[Seite 340] zum Berühren, Angreifen geschickt, γλῶττα ἁπτικωτάτη Arist. part. anim. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἁπτικός: -ή, -όν, (ἅπτομαι) ὁ δυνάμενος ἢ ἐπιτήδειος ἅπτεσθαί τινος, ἀνάγκη γὰρ τῶν ὄντων ὅσοις ἐστὶ μῖξις, εἶναι ταῦτ’ ἀλλήλων ἁπτικὰ Ἀριστ. περὶ Γεν. καὶ Φθορ. 1. 6, 5. 2) ἀπολ. ἡ ἁπτικὴ αἴσθησις, ἡ αἴσθησις τῆς ἁφῆς, ὁ αὐτ. περὶ Ψυχ. 2. 2, 7· ἄνευ τοῦ ἁπτικοῦ τῶν ἄλλων αἰσθήσεων αὐτόθι 2. 3. 8· γλῶττα ἁπτικωτάτη, ἔχουσα μεγάλην ἁπτικὴν δύναμιν, ὁ αὐτ. περὶ Ζ. Μορ. 2. 17, 2.