χνόη: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king

Source
(13_5)
(6_12)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1361.png Seite 1361]] ἡ, ion. χνοίη, wie [[χοινίκη]], [[χοινικίς]], die eiserne Büchse des Rades, welche die Achse aufnimmt, auch die Achse selbst; Parmenid. bei S. Emp. adv. math. 7, 111; Soph. El. 745; ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι Aesch. Spt. 138; Eur. Rhes. 118; – das Knarren, welches durch die Reibung der Achse an der Büchse entsteht, übh. Geräusch, χνόαι ποδῶν Aesch. Spt. 356. Vgl. [[χνόος]], [[κνόη]], [[κνόος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1361.png Seite 1361]] ἡ, ion. χνοίη, wie [[χοινίκη]], [[χοινικίς]], die eiserne Büchse des Rades, welche die Achse aufnimmt, auch die Achse selbst; Parmenid. bei S. Emp. adv. math. 7, 111; Soph. El. 745; ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι Aesch. Spt. 138; Eur. Rhes. 118; – das Knarren, welches durch die Reibung der Achse an der Büchse entsteht, übh. Geräusch, χνόαι ποδῶν Aesch. Spt. 356. Vgl. [[χνόος]], [[κνόη]], [[κνόος]].
}}
{{ls
|lstext='''χνόη''': Ἰον. χνοίη, ὡς τὸ Ὁμηρ. [[πλήμνη]], ἡ, ἡ χοινικὶς τοῦ τροχοῦ διὰ τῆς ὀπῆς τῆς ὁποίας εἰσέρχεται ὁ [[ἄξων]] ἁμάξης Λατ. modiolus, [[ἄξων]] ἐν χνοίῃσιν Παρμεν. 8, Mullöch· ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι Αἰσχύλ. Θήβ. 153· ἔθραυσε δ’ ἄξονος μέσας χνόας Σοφ. Ἠλ. 745, πρβλ. 717· ἀντύγων χνόας Εὐρ. Ρῆσ. 118· πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 2, χοινικὶς Ι. 2) μεταφ., χνόαι ποδῶν, αἱ ἀρθρώσεις περὶ ἂς στρέφονται οἱ πόδες, ὡς οἱ τροχοὶ περὶ τὸν ἄξονα, Αἰσχύλ. Θήβ. 371, ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «χνόας ποδῶν, τὰ [[ἄκρα]] τῶν ποδῶν, ἢ παραβόλως τὸ συνεχὲς [[κίνημα]] τῶν ποδῶν».
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χνόη Medium diacritics: χνόη Low diacritics: χνόη Capitals: ΧΝΟΗ
Transliteration A: chnóē Transliteration B: chnoē Transliteration C: chnoi Beta Code: xno/h

English (LSJ)

Ion. χνοίη,

   A axle-box, nave, ἄξων ἐν χνοίῃσιν Parm.1.6; prob. in Emp.46; ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι A.Th.153 (lyr); ἔθραυσε δ' ἄξονος μέσας χνόας S.El.745, cf. 717; ἀντύγων χνόας E.Rh.118.    2 metaph., χνόαι ποδῶν the joints on which the feet play, as the wheels on the axle, A.Th.371.

German (Pape)

[Seite 1361] ἡ, ion. χνοίη, wie χοινίκη, χοινικίς, die eiserne Büchse des Rades, welche die Achse aufnimmt, auch die Achse selbst; Parmenid. bei S. Emp. adv. math. 7, 111; Soph. El. 745; ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι Aesch. Spt. 138; Eur. Rhes. 118; – das Knarren, welches durch die Reibung der Achse an der Büchse entsteht, übh. Geräusch, χνόαι ποδῶν Aesch. Spt. 356. Vgl. χνόος, κνόη, κνόος.

Greek (Liddell-Scott)

χνόη: Ἰον. χνοίη, ὡς τὸ Ὁμηρ. πλήμνη, ἡ, ἡ χοινικὶς τοῦ τροχοῦ διὰ τῆς ὀπῆς τῆς ὁποίας εἰσέρχεται ὁ ἄξων ἁμάξης Λατ. modiolus, ἄξων ἐν χνοίῃσιν Παρμεν. 8, Mullöch· ἔλακον ἀξόνων βριθομένων χνόαι Αἰσχύλ. Θήβ. 153· ἔθραυσε δ’ ἄξονος μέσας χνόας Σοφ. Ἠλ. 745, πρβλ. 717· ἀντύγων χνόας Εὐρ. Ρῆσ. 118· πρβλ. σῦριγξ ΙΙ. 2, χοινικὶς Ι. 2) μεταφ., χνόαι ποδῶν, αἱ ἀρθρώσεις περὶ ἂς στρέφονται οἱ πόδες, ὡς οἱ τροχοὶ περὶ τὸν ἄξονα, Αἰσχύλ. Θήβ. 371, ἀλλὰ κατὰ τὸν Σχολιαστήν: «χνόας ποδῶν, τὰ ἄκρα τῶν ποδῶν, ἢ παραβόλως τὸ συνεχὲς κίνημα τῶν ποδῶν».