ἐγκολάπτω: Difference between revisions
εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination
(13_6a) |
(6_14) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0709.png Seite 709]] eingraben, einschneiden, ἐνεκόλαψε ἐς τὸν τάφον γράμματα Her. 1, 187, wie Plut. Pericl. 21; ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένος Her. 2, 106; 136; ἐπὶ τρίποσι 5, 59, wie Luc. Zeux. 11; auch τινί, [[καί]] σφι γράμματα ἐνεκεκόλαπτο Her. 1, 93; D. Cass. 60, 6; ἐπί τινος, in der Ueberschrift des Ep. ad. 2291, (App. 311), u. a. Sp.; auch [[κατά]] τινος, Liban.; – [[ἐγκολαπτός]], eingegraben, [[ἱστορία]] ἐν ἐκπώμασιν Ath. XI, 781 e, u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0709.png Seite 709]] eingraben, einschneiden, ἐνεκόλαψε ἐς τὸν τάφον γράμματα Her. 1, 187, wie Plut. Pericl. 21; ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένος Her. 2, 106; 136; ἐπὶ τρίποσι 5, 59, wie Luc. Zeux. 11; auch τινί, [[καί]] σφι γράμματα ἐνεκεκόλαπτο Her. 1, 93; D. Cass. 60, 6; ἐπί τινος, in der Ueberschrift des Ep. ad. 2291, (App. 311), u. a. Sp.; auch [[κατά]] τινος, Liban.; – [[ἐγκολαπτός]], eingegraben, [[ἱστορία]] ἐν ἐκπώμασιν Ath. XI, 781 e, u. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐγκολάπτω''': μέλλ. -ψω, [[κολάπτω]], [[σκαλίζω]] ἐπὶ λίθου ([[κυρίως]] οὐχὶ ἐπὶ λεπτῆς ἐργασίας οἵα ἦν ἡ τῶν ἐγγλύφων), ἐγκ. γράμματα ἐς τὸν τάφον Ἡρόδ. 1. 187· γράμματα ἐν πέτρῃσι, ἐν λίθῳ ἐγκεκολαμμένα ὁ αὐτ. 2. 106, 136, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τρίποσι ὁ αὐτ. 5. 59· ἐπὶ πίνακος Ἀνθ. Π. παράρτ. 311 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.)· εἰς τὸ [[μέτωπον]] Πλουτ. Περικλ. 21· κατά τινος Λιβάν. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:34, 5 August 2017
English (LSJ)
A cut or carve upon stone, ἐ. γράμματα ἐς τὸν τάφον Hdt.1.187, cf. IG12.313.166; ἐν τᾷ στάλᾳ ib. 12(1).694.9 (Camirus); τύποι ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένοι, γράμματα ἐν λίθῳ ἐγκ., Hdt.2.106, 136, al., cf. LXX 3 Ki.6.33(35); ἐπὶ τρίποσι Hdt.5.59; ἐπὶ πίνακος Suid. s.v. βοῦς ἕβδομος; εἰς τὸ μέτωπον Plu.Per.21: metaph., [νόμους] ἡ φύσις κατὰ μέσης ἐνεκόλαψε τῆς ψυχῆς Lib.Decl.43.49.
German (Pape)
[Seite 709] eingraben, einschneiden, ἐνεκόλαψε ἐς τὸν τάφον γράμματα Her. 1, 187, wie Plut. Pericl. 21; ἐν πέτρῃσι ἐγκεκολαμμένος Her. 2, 106; 136; ἐπὶ τρίποσι 5, 59, wie Luc. Zeux. 11; auch τινί, καί σφι γράμματα ἐνεκεκόλαπτο Her. 1, 93; D. Cass. 60, 6; ἐπί τινος, in der Ueberschrift des Ep. ad. 2291, (App. 311), u. a. Sp.; auch κατά τινος, Liban.; – ἐγκολαπτός, eingegraben, ἱστορία ἐν ἐκπώμασιν Ath. XI, 781 e, u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκολάπτω: μέλλ. -ψω, κολάπτω, σκαλίζω ἐπὶ λίθου (κυρίως οὐχὶ ἐπὶ λεπτῆς ἐργασίας οἵα ἦν ἡ τῶν ἐγγλύφων), ἐγκ. γράμματα ἐς τὸν τάφον Ἡρόδ. 1. 187· γράμματα ἐν πέτρῃσι, ἐν λίθῳ ἐγκεκολαμμένα ὁ αὐτ. 2. 106, 136, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τρίποσι ὁ αὐτ. 5. 59· ἐπὶ πίνακος Ἀνθ. Π. παράρτ. 311 (ἐν τῇ ἐπιγραφ.)· εἰς τὸ μέτωπον Πλουτ. Περικλ. 21· κατά τινος Λιβάν.