χερσόνησος: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γράμματ' εἰδὼς καὶ περισσὸν νοῦν ἔχει → Qui litteras didicere, mentis plus habent → Wer schreiben kann, hat auch bedeutenden Verstand

Menander, Monostichoi, 403
(13_1)
(6_14)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] att. [[χεῤῥόνησος]], poet. auch [[χερόνησος]], ἡ, Landinsel, d. i. Halbinsel, Her. 4, 12. S. nom. pr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1351.png Seite 1351]] att. [[χεῤῥόνησος]], poet. auch [[χερόνησος]], ἡ, Landinsel, d. i. Halbinsel, Her. 4, 12. S. nom. pr.
}}
{{ls
|lstext='''χερσόνησος''': νεώτερ. Ἀττ. [[χερρόνησος]], ποιητ. [[χερόνησος]], ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 925· ὡς καὶ νῦν, ἡ [[χέρσος]] ἅμα καὶ [[νῆσος]], σχεδὸν [[νῆσος]], peninsula, Ἡρόδ. 4. 12, Πλούτ., κλπ. 2) [[νῆσος]] συνδεδεμένη [[μετὰ]] γεφύρας πρὸς τὴν ξηράν, Παυσ. 5. 24, 1. ΙΙ. ὡς κύρ. [[ὄνομα]], ἡ Θρᾳκικὴ Χερσόνησος ἡ ἐκτεινομένη κατὰ [[μῆκος]] τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 6. 33, κἑξ. - [[ὡσαύτως]], ἡ Ταυρικὴ Χερσόνησος, δηλ. ἡ Κριμαία, Ἡρόδ. 4. 99, κλπ.· ἡ μεταξὺ Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος [[χερσόνησος]], Θουκ. 4. 42. κἑξ. (ἴδε Arnold)· καὶ πολλαὶ ἄλλαι.
}}
}}

Revision as of 11:34, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χερσόνησος Medium diacritics: χερσόνησος Low diacritics: χερσόνησος Capitals: ΧΕΡΣΟΝΗΣΟΣ
Transliteration A: chersónēsos Transliteration B: chersonēsos Transliteration C: chersonisos Beta Code: xerso/nhsos

English (LSJ)

ἡ, later χερρόνησος, poet. χερόνησος (q. v.), Dor. χερσόνᾱσος SIG709.52 (ii B. C.), χέρνασος (q. v.):—

   A peninsula, Hdt. 4.12, Th.6.97, Str.16.2.10, Plu.Pyrrh.6, etc.    2 island with a bridge to it, Paus.5.24.1.    II as pr. n., of various peninsulas, esp.    1 the Chersonese, i.e. the peninsula of Thrace that runs along the Hellespont, Hdt.6.33.    2 the Tauric Chersonese or Crimea, Id.4.99, etc.    3 the peninsula between Epidaurus and Troezen, Th.4.42.

German (Pape)

[Seite 1351] att. χεῤῥόνησος, poet. auch χερόνησος, ἡ, Landinsel, d. i. Halbinsel, Her. 4, 12. S. nom. pr.

Greek (Liddell-Scott)

χερσόνησος: νεώτερ. Ἀττ. χερρόνησος, ποιητ. χερόνησος, ἡ, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 925· ὡς καὶ νῦν, ἡ χέρσος ἅμα καὶ νῆσος, σχεδὸν νῆσος, peninsula, Ἡρόδ. 4. 12, Πλούτ., κλπ. 2) νῆσος συνδεδεμένη μετὰ γεφύρας πρὸς τὴν ξηράν, Παυσ. 5. 24, 1. ΙΙ. ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Θρᾳκικὴ Χερσόνησος ἡ ἐκτεινομένη κατὰ μῆκος τοῦ Ἑλλησπόντου, Ἡρόδ. 6. 33, κἑξ. - ὡσαύτως, ἡ Ταυρικὴ Χερσόνησος, δηλ. ἡ Κριμαία, Ἡρόδ. 4. 99, κλπ.· ἡ μεταξὺ Ἐπιδαύρου καὶ Τροιζῆνος χερσόνησος, Θουκ. 4. 42. κἑξ. (ἴδε Arnold)· καὶ πολλαὶ ἄλλαι.