εὔεδρος: Difference between revisions
ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod
(13_5) |
(6_15) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1063.png Seite 1063]] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – [[Ἀργώ]], mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, [[ὄρνις]] Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1063.png Seite 1063]] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – [[Ἀργώ]], mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, [[ὄρνις]] Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''εὔεδρος''': -ον, ([[ἕδρα]]) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· [[καθέδρα]] [[εὔεδρος]], «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς [[κάθισμα]] ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = [[ἐΰσσελμος]], Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., [[ἵππος]] [[εὔεδρος]], ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, [[εὔεδρος]] [[ὄρνις]], οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· [[καθόλου]], ἁρμόζων, [[ἁρμόδιος]], Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
ον, (ἕδρα)
A on stately throne, of gods, A.Th.96, 319 (both lyr.). 2 εὔ. καθέδρα a firm seat on horseback, etc., Anon. ap. Suid.; τὸ εὔ. Ph.1.21; well-poised, Apollod.Poliorc.157.3. Adv. -ρως, = βεβαίως, Hsch., Phot. 3 of ships, = ἐΰσσελμος, Theoc.13.21. 4 well-fitting, of building materials, D.H. Comp.6. Adv. -ρως, = εὐθέτως, Hsch. II Pass., easy to sit, ἵππος X.Eq.1.12 (Comp.). III in a right or lucky place, εὔεδρος ὄρνις a bird of augury appearing in a lucky quarter, Ael.NA16.16.
German (Pape)
[Seite 1063] 1) mit gutem Sitz, schön thronend, μάκαρες Aesch. Spt. 03; π όλεως ῥυτῆρες 301; – Ἀργώ, mit schönen Sitzen, Theocr. 13, 21, ὄρνις Ael. H. A. 16, 16, Glück bedeutend; – gut sitzend, passend, D. Hal. de C. V. 6. – 2)pass. gut, un Sitzen, εὐεδρότερον τὸν ἵππον παρέ γεται Xen. Equ. 1, 12, daß man bequemer darauf, sitzt.
Greek (Liddell-Scott)
εὔεδρος: -ον, (ἕδρα) ἔχων λαμπρὰν ἕδραν, ἢ καθήμενος ἐπὶ λαμπροῦ θρόνου, ἐπὶ θεοτήτων, Αἰσχύλ. Θήβ. 96, 319· καθέδρα εὔεδρος, «ἀσφαλὴς καὶ βεβαία» Σουΐδ., δηλ. ἀσφαλὲς κάθισμα ἐπὶ τοῦ ἵππου. 2) ἐπὶ πλοίου, = ἐΰσσελμος, Θεόκρ. 13. 21. ΙΙ. Παθ., ἵππος εὔεδρος, ἐπὶ τοῦ ὁποίου ὁ ἱππεὺς κάθηται ἀσφαλῶς, Ξεν. Ἱππ. 1. 12. ΙΙΙ. ἐν καλῷ ἢ τυχηρῷ τόπῳ, εὔεδρος ὄρνις, οἰωνὸς ἐμφανιζόμενος ἐν εὐθέτῳ καὶ καταλλήλῳ τόπῳ, Αἰλ. π. Ζ. 16. 16.· καθόλου, ἁρμόζων, ἁρμόδιος, Διον. Ἁλ. π. Συνθ. 6. - Ἐπίρρ. εὐέδρως· «εὐθέτως, βεβαίως» Ἡσύχ.