ἐνδύναμος: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(b) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0836.png Seite 836]] stark, kräftig, Sp. ouch adv. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0836.png Seite 836]] stark, kräftig, Sp. ouch adv. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐνδύναμος''': -ον, [[ἰσχυρός]], δυνατόν, συγγράμματα... ἐνδύναμα ῥήμασιν, ἔργῳ δὲ ἀμήχανα κτλ. Θεμίστ. 446, 25, Ἄννα Κομν. 13. σ. 407Β, Εὐστ. Ἰλ. σ. 655, 32, Λοβ. Φρύν. 605. - Ἐπίρρ. ἐνδυνάμως, Ἀμμώνιος σ. 87 ἐν ὑποσημ. 23, ἔκδ. Valcken. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:36, 5 August 2017
English (LSJ)
[ῠ], ον,
A mighty, Ps.-Ptol.Centil.38, Them.Or.34p.446Dind. Adv. -ως Gloss.
German (Pape)
[Seite 836] stark, kräftig, Sp. ouch adv.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνδύναμος: -ον, ἰσχυρός, δυνατόν, συγγράμματα... ἐνδύναμα ῥήμασιν, ἔργῳ δὲ ἀμήχανα κτλ. Θεμίστ. 446, 25, Ἄννα Κομν. 13. σ. 407Β, Εὐστ. Ἰλ. σ. 655, 32, Λοβ. Φρύν. 605. - Ἐπίρρ. ἐνδυνάμως, Ἀμμώνιος σ. 87 ἐν ὑποσημ. 23, ἔκδ. Valcken.