ἐπίδημος: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(13_4) |
(6_16) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0937.png Seite 937]] = [[ἐπιδήμιος]]; [[φάτις]] Soph. O. R. 494; [[εἰλαπίνη]], woran das ganze Volk theilnimmt, Tryph. 448. – Μιλήτῳ, sich in Milet aufhaltend, Callim. Dian. 226. – Bei Antiphan. auch = [[ἔνδημος]], B. A. 93. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0937.png Seite 937]] = [[ἐπιδήμιος]]; [[φάτις]] Soph. O. R. 494; [[εἰλαπίνη]], woran das ganze Volk theilnimmt, Tryph. 448. – Μιλήτῳ, sich in Milet aufhaltend, Callim. Dian. 226. – Bei Antiphan. auch = [[ἔνδημος]], B. A. 93. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐπίδημος''': -ον, = ἐπιδήμιος, «ἐπιδήμιος ἀντὶ τοῦ [[ἔνδημος]]. Ἀντιφάνης Ἀγροίκῳ» Α. Β. 93. 27· οὐ τυγχάνει [[ἐπίδημος]] ὤν, δὲν [[εἶναι]] ἐν τῇ πατρίδι του, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 348· ἐπίδᾱμος [[φάτις]] Οἰδιπόδα, [[δημώδης]], κοινὴ [[φήμη]] περὶ τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Τ. 495. 2) διατρίβων ἔν τινι τόπῳ, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 226· οἱ ἐπίδαμοι, οἱ [[οἴκοι]] διαμένοντες, Ἐπιγραφ. [[Κρήτ]]. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 33. 2) ἐπὶ νόσων, ἐπικρατοῦσα, ἐπιδημικὴ [[νόσος]], ἐπιδημία, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 950. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:37, 5 August 2017
English (LSJ)
Dor. -δᾱμος, ον,
A = ἐπιδήμιος, Antiph.11; οὐ τυγχάνει ἐ. ὤν not at home, Ar.Fr.390; ἐπίδᾱμος φάτις Οἰδιπόδα the popular current report concerning, S.OT495 (lyr.). 2. sojourning in a place, Call.Dian.226; Δήλῳ δ' ἦν ἐπίδημος, of Artemis, Id.Aet.3.1.26; οἱ ἐπίδᾱμοι GDI5040 (Hierapytna), cf. Milet.3.149 (ii B.C.). 3. of diseases, prevalent, epidemic, Hp.Epid.1.14. b. ἐ. βιβλία writings on epidemic diseases, Pall.in Hp.Fract.12.271C.
German (Pape)
[Seite 937] = ἐπιδήμιος; φάτις Soph. O. R. 494; εἰλαπίνη, woran das ganze Volk theilnimmt, Tryph. 448. – Μιλήτῳ, sich in Milet aufhaltend, Callim. Dian. 226. – Bei Antiphan. auch = ἔνδημος, B. A. 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδημος: -ον, = ἐπιδήμιος, «ἐπιδήμιος ἀντὶ τοῦ ἔνδημος. Ἀντιφάνης Ἀγροίκῳ» Α. Β. 93. 27· οὐ τυγχάνει ἐπίδημος ὤν, δὲν εἶναι ἐν τῇ πατρίδι του, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 348· ἐπίδᾱμος φάτις Οἰδιπόδα, δημώδης, κοινὴ φήμη περὶ τοῦ Οἰδίποδος, Σοφ. Ο. Τ. 495. 2) διατρίβων ἔν τινι τόπῳ, Καλλ. εἰς Ἄρτεμ. 226· οἱ ἐπίδαμοι, οἱ οἴκοι διαμένοντες, Ἐπιγραφ. Κρήτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2556. 33. 2) ἐπὶ νόσων, ἐπικρατοῦσα, ἐπιδημικὴ νόσος, ἐπιδημία, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 950.