ὑπέρωρος: Difference between revisions
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
(b) |
(6_18) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] überzeitig, überreif, Diosc., u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1205.png Seite 1205]] überzeitig, überreif, Diosc., u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὑπέρωρος''': -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, [[ἔξωρος]], κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ [[ὥριμος]], «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, [[ὑπέρωρος]], μέλαινα, [[κάτοπτος]] Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, [[ὅπερ]] ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» [[Πολυδ]]. ϛʹ, 54. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:39, 5 August 2017
English (LSJ)
ον,
A over-ripe, Dsc.1.64, Poll.6.54; κάλλος Them.Or.13.165c.
German (Pape)
[Seite 1205] überzeitig, überreif, Diosc., u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπέρωρος: -ον, ὁ ὑπερβὰς τὴν ὥραν, ἔξωρος, κοιν. «περασμένος» πλέον ἢ ὥριμος, «παραγενωμένος», περὶ σμύρνης, ἡ δέ τις καυκαλὶς λεγομένη, ὑπέρωρος, μέλαινα, κάτοπτος Διοσκ. 1. 77· «καὶ πᾶν δὲ τὸ ὑπερεξηνθηκός, ὅπερ ἐκκεκαυληκὸς καλοῦσιν ὄρμενον ὠνόμαζον, καὶ τὸ ὑπέρωρον γενέσθαι ἐξορμενίσαι» Πολυδ. ϛʹ, 54.