λαλαγέω: Difference between revisions

From LSJ

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
(13_5)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0009.png Seite 9]] schwatzen, plaudern, μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτα, Pind. Ol. 9, 43; von Vögeln, ταὶ δ' ἐπὶ δένδρῳ ὄρνιχες λαλαγεῦντι, Theocr. 5, 48 (Schol. λιγυρὸν ᾄδουσι), wie ἀηδόνες λαλαγεῦσι, Marian. 2 (IX, 668); [[χελιδών]], Leon. Tar. 57 (X, 1); vom Wiederhall, Paul. Sil. 48 (VI, 54), u. öfter in der Anth.; auch τέττιγες, Theocr. 7, 139. Vgl. [[λαλάζω]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0009.png Seite 9]] schwatzen, plaudern, μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτα, Pind. Ol. 9, 43; von Vögeln, ταὶ δ' ἐπὶ δένδρῳ ὄρνιχες λαλαγεῦντι, Theocr. 5, 48 (Schol. λιγυρὸν ᾄδουσι), wie ἀηδόνες λαλαγεῦσι, Marian. 2 (IX, 668); [[χελιδών]], Leon. Tar. 57 (X, 1); vom Wiederhall, Paul. Sil. 48 (VI, 54), u. öfter in der Anth.; auch τέττιγες, Theocr. 7, 139. Vgl. [[λαλάζω]].
}}
{{ls
|lstext='''λᾰλᾰγέω''': φλυαρῶ, Πινδ. Ο. 2. 176˙ μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτα [[αὐτόθι]] 9. 60˙ ἐπὶ πτηνῶν καὶ τεττίγων, [[τερετίζω]], πιππύζω, [[κτίζω]], Θεόκρ. 5. 48., 7. 139˙ ἀστείως, ἐπὶ ἐπιστολῆς τερετιζούσης περὶ τοῦ ἔαρος, παρὰ τῷ Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 18, 3., 10. 2, 1˙ ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 6. 54, 9˙ πρβλ. [[λαλέω]].
}}
}}

Revision as of 11:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰλᾰγέω Medium diacritics: λαλαγέω Low diacritics: λαλαγέω Capitals: ΛΑΛΑΓΕΩ
Transliteration A: lalagéō Transliteration B: lalageō Transliteration C: lalageo Beta Code: lalage/w

English (LSJ)

   A babble, Pi.O.2.97; μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτ' ib.9.40; of birds and grasshoppers, chirrup, chirp, Theoc.5.48, 7.139; humorously, of the swallow which announces spring, Cic.Att.9.18.3 (dub. l.), 10.2.1, alluding to AP10.1 (Leon.); of Echo, ib.6.54.9 (Paul. Sil.).

German (Pape)

[Seite 9] schwatzen, plaudern, μὴ νῦν λαλάγει τὰ τοιαῦτα, Pind. Ol. 9, 43; von Vögeln, ταὶ δ' ἐπὶ δένδρῳ ὄρνιχες λαλαγεῦντι, Theocr. 5, 48 (Schol. λιγυρὸν ᾄδουσι), wie ἀηδόνες λαλαγεῦσι, Marian. 2 (IX, 668); χελιδών, Leon. Tar. 57 (X, 1); vom Wiederhall, Paul. Sil. 48 (VI, 54), u. öfter in der Anth.; auch τέττιγες, Theocr. 7, 139. Vgl. λαλάζω.

Greek (Liddell-Scott)

λᾰλᾰγέω: φλυαρῶ, Πινδ. Ο. 2. 176˙ μὴ λαλάγει τὰ τοιαῦτα αὐτόθι 9. 60˙ ἐπὶ πτηνῶν καὶ τεττίγων, τερετίζω, πιππύζω, κτίζω, Θεόκρ. 5. 48., 7. 139˙ ἀστείως, ἐπὶ ἐπιστολῆς τερετιζούσης περὶ τοῦ ἔαρος, παρὰ τῷ Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 18, 3., 10. 2, 1˙ ἐπὶ τῆς ἠχοῦς, Ἀνθ. Π. 6. 54, 9˙ πρβλ. λαλέω.