προσομιλέω: Difference between revisions
λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells
(13_6a) |
(6_20) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] Umgang, Verkehr mit Einem haben, τινί, Theogn. 31, sich mit Einem unterhalten; Eur. Med. 1085; ὥςπερ παισὶ προσομιλοῦσι τοῖς δήμοις, Plat. Gorg. 502 a, mit ihnen umgehen; auch ὕβρει προσομιλῶν, Phaedr. 250 e; vgl. noch Thuc. 2, 37, ἀνεπαχθῶς τὰ ἴδια προσομιλοῦντες; [[πρός]] τινα, Xen. Hell. 1, 1, 30. – Auch an einem Orte verkehren, verweilen, c. dat., Theogn. 216. – Uebertr., sich mit einer Sache beschäftigen, befassen, πείρᾳ δ' οὐ προσωμίλησά πω, ich habe noch nicht den Versuch gemacht, Soph. Trach. 588; γυμναστικῇ, Plat. Tim. 88 c; Plut. u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0774.png Seite 774]] Umgang, Verkehr mit Einem haben, τινί, Theogn. 31, sich mit Einem unterhalten; Eur. Med. 1085; ὥςπερ παισὶ προσομιλοῦσι τοῖς δήμοις, Plat. Gorg. 502 a, mit ihnen umgehen; auch ὕβρει προσομιλῶν, Phaedr. 250 e; vgl. noch Thuc. 2, 37, ἀνεπαχθῶς τὰ ἴδια προσομιλοῦντες; [[πρός]] τινα, Xen. Hell. 1, 1, 30. – Auch an einem Orte verkehren, verweilen, c. dat., Theogn. 216. – Uebertr., sich mit einer Sache beschäftigen, befassen, πείρᾳ δ' οὐ προσωμίλησά πω, ich habe noch nicht den Versuch gemacht, Soph. Trach. 588; γυμναστικῇ, Plat. Tim. 88 c; Plut. u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''προσομῑλέω''': συναναστρέφομαι μετά τινος, ζῶ ἢ [[διαμένω]] μετά τινος, συνομιλῶ, τινι Θέογν. 31, Εὐρ. Μήδ. 1085, Ἀποσπ. 889, Πλάτ. Γοργ. 502Ε· [[πρός]] τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 30· τὰ ἴδια προσομιλοῦντες Θουκ. 2. 37· πρ. διὰ χάριτος Πλάτ. Σοφιστ., 2. 2Ε. 2) πρ. γυναικί, [[συνέρχομαι]] αὐτῇ, Ἡλιόδ. 4. 8, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 17. ΙΙ. [[διαμένω]] ἔν τινι τόπῳ, [[συχνάζω]], [[διατρίβω]] που, [[ποτὶ]] πέτρῃ Θέογν. 216, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 14· [[οἶνος]] ἀέρι πρ., [[εἶναι]] ἐκτεθειμένος εἰς..., Γεωπ. ΙΙΙ. [[μετὰ]] δοτ. πράγμ., [[ἔρχομαι]] εἰς συναφὴν [[πρός]] τι, πείρᾳ δ’ οὐ προσωμίλησά πω, δὲν ἦλθον εἰς στενὴν σχέσιν μὲ τὴν πεῖραν, δὲν ἔχω πεῖραν πράγματός τινος [[εἰσέτι]], Σοφ. Τρ. 591· προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, ἀσχολεῖσθαι, Θουκ. 1. 122· γυμναστικῇ προσομιλοῦντα, καταγινόμενον, Πλάτ. Τίμ. 88C· μεταφορ., ὕβρει πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Ε. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:40, 5 August 2017
English (LSJ)
A hold intercourse with, associate with, τισι Thgn.31, E. Med.1086 (anap.), Pl.Grg.502e; προσομιλεῖν ἥδιστος δαίμων θνητοῖς E.Fr.897 (anap.); πρός τινα X.HG1.1.30; τὰ ἴδια προσομιλοῦντες conducting our private intercourse, Th.2.37; π. διὰ χάριτος Pl.Sph. 222e; converse with, J.AJ4.8.48. 2 of sexual intercourse, π. γυναικί Hld.4.8, cf. Luc.Am.17; ἑτέρῳ γάμῳ π. PMasp.153.26, al. (vi A.D.). 3 discourse, lecture, τοῖς γνωρίμοις περί τινος Porph.VP 25. II cling to, πέτρῃ, of the polypus, Thgn.216; [δίκτυον] ὑφάλῳ πέτρᾳ π. Alciphr.1.14; οἶνος ἀέρι π. is exposed to it, Gp.7.6.8. III c. dat. rei, to be conversant with, πείρᾳ S.Tr.591; τῷ πολέμῳ Th.1.122; γυμναστικῇ Pl.Ti.88c: metaph., ὕβρει π. Id.Phdr.250e.
German (Pape)
[Seite 774] Umgang, Verkehr mit Einem haben, τινί, Theogn. 31, sich mit Einem unterhalten; Eur. Med. 1085; ὥςπερ παισὶ προσομιλοῦσι τοῖς δήμοις, Plat. Gorg. 502 a, mit ihnen umgehen; auch ὕβρει προσομιλῶν, Phaedr. 250 e; vgl. noch Thuc. 2, 37, ἀνεπαχθῶς τὰ ἴδια προσομιλοῦντες; πρός τινα, Xen. Hell. 1, 1, 30. – Auch an einem Orte verkehren, verweilen, c. dat., Theogn. 216. – Uebertr., sich mit einer Sache beschäftigen, befassen, πείρᾳ δ' οὐ προσωμίλησά πω, ich habe noch nicht den Versuch gemacht, Soph. Trach. 588; γυμναστικῇ, Plat. Tim. 88 c; Plut. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
προσομῑλέω: συναναστρέφομαι μετά τινος, ζῶ ἢ διαμένω μετά τινος, συνομιλῶ, τινι Θέογν. 31, Εὐρ. Μήδ. 1085, Ἀποσπ. 889, Πλάτ. Γοργ. 502Ε· πρός τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 1, 30· τὰ ἴδια προσομιλοῦντες Θουκ. 2. 37· πρ. διὰ χάριτος Πλάτ. Σοφιστ., 2. 2Ε. 2) πρ. γυναικί, συνέρχομαι αὐτῇ, Ἡλιόδ. 4. 8, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτ. 17. ΙΙ. διαμένω ἔν τινι τόπῳ, συχνάζω, διατρίβω που, ποτὶ πέτρῃ Θέογν. 216, πρβλ. Ἀλκίφρ. 1. 14· οἶνος ἀέρι πρ., εἶναι ἐκτεθειμένος εἰς..., Γεωπ. ΙΙΙ. μετὰ δοτ. πράγμ., ἔρχομαι εἰς συναφὴν πρός τι, πείρᾳ δ’ οὐ προσωμίλησά πω, δὲν ἦλθον εἰς στενὴν σχέσιν μὲ τὴν πεῖραν, δὲν ἔχω πεῖραν πράγματός τινος εἰσέτι, Σοφ. Τρ. 591· προσομιλεῖν τῷ πολέμῳ, ἀσχολεῖσθαι, Θουκ. 1. 122· γυμναστικῇ προσομιλοῦντα, καταγινόμενον, Πλάτ. Τίμ. 88C· μεταφορ., ὕβρει πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 250Ε.