τυρευτής: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
(a)
 
(6_19)
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] ὁ, der Käse macht, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1164.png Seite 1164]] ὁ, der Käse macht, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''τῡρευτής''': -οῦ, ὁ, ὁ τυρεύων, μεταφορ., [[μηχανορράφος]], [[δολοπλόκος]], [[πανοῦργος]], ὁ τυρευτὴς δὲ τῶν κακῶν ἀπέτισε τὴν δίκην Κ. Μανασσ. Χρον. 5156.
}}
}}

Latest revision as of 11:40, 5 August 2017

German (Pape)

[Seite 1164] ὁ, der Käse macht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τῡρευτής: -οῦ, ὁ, ὁ τυρεύων, μεταφορ., μηχανορράφος, δολοπλόκος, πανοῦργος, ὁ τυρευτὴς δὲ τῶν κακῶν ἀπέτισε τὴν δίκην Κ. Μανασσ. Χρον. 5156.