Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

στόνυξ: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ μηδὲν εἰδὼς οὐδὲν ἐξαμαρτάνει → Quicumque nihil (nil) scit, ille vir peccat nihil → Ein Mann, der ohne Wissen ist, macht auch nichts falsch

Menander, Monostichoi, 430
(13_4)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] υχος, ὁ, wie [[ὄνυξ]], die scharfe Spitze der Nägel oder Krallen, Hesych.; übh. Spitze, Schneide; Lycophr. 795; bes. ein scharfes, schneidendes Werkzeug, τοὺς συλόνυχας στόνυχας, Phani. 6 (VI, 307), Nagelscheere; von Bergen, Ap. Rh. 4, 1679 u. Lycophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0949.png Seite 949]] υχος, ὁ, wie [[ὄνυξ]], die scharfe Spitze der Nägel oder Krallen, Hesych.; übh. Spitze, Schneide; Lycophr. 795; bes. ein scharfes, schneidendes Werkzeug, τοὺς συλόνυχας στόνυχας, Phani. 6 (VI, 307), Nagelscheere; von Bergen, Ap. Rh. 4, 1679 u. Lycophr.
}}
{{ls
|lstext='''στόνυξ''': -ῠχος, ὁ, πᾶσα [[ὀξεῖα]] [[ἄκρα]], [[οἷον]] ὀξὺ [[ἄκρον]] βράχου, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου Εὐρ. Κύκλ. 401· πετραίῳ στόνυχι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1679· νησιωτικὸς στ., Πάχυνος Λυκόφρ. 1181· Οὐταῖος στ., ὁ [[χαυλιόδους]] ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 486· [[λοίγιος]] στ., τὸ [[κέντρον]] τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου [[τρυγών]], ὁ αὐτ. 795· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴου σαρκοβόρου καὶ ἁρπακτικοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 232· κονδυλομάχαιρον, τοὺς συλόνυχας στόνυχας Ἀνθ. Π. 6. 307. - Πρβλ. σπόρθυγξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόνυχες· τὰ εἰς ὀξὺ λήγουσα, καὶ τὰ [[ἄκρα]] τῶν ὀνύχων», καὶ «στόνυξι· κέρασι».
}}
}}

Revision as of 11:40, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στόνυξ Medium diacritics: στόνυξ Low diacritics: στόνυξ Capitals: ΣΤΟΝΥΞ
Transliteration A: stónyx Transliteration B: stonyx Transliteration C: stonyks Beta Code: sto/nuc

English (LSJ)

ῠχος, ὁ,

   A sharp point (prop. spear-point acc. to Sch.A.R.4.1679), as of a rock, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου E.Cyc.401 (restd. for γ' ὄνυχα); πετραίῳ στόνυχι A.R.4.1679; νησιωτικὸς σ., Πάχυνος Lyc.1181; Οἰταῖος σ., of the boar's tusk, Id.486; λοίγιος σ., of the barb of the fish τρυγών, Id.795; στονύχεσσι λεόντων fangs, Opp.C. 3.232; συλόνυχας στόνυχας nail-removing prongs, i.e. nail-scissors, AP6.307 (Phan.).

German (Pape)

[Seite 949] υχος, ὁ, wie ὄνυξ, die scharfe Spitze der Nägel oder Krallen, Hesych.; übh. Spitze, Schneide; Lycophr. 795; bes. ein scharfes, schneidendes Werkzeug, τοὺς συλόνυχας στόνυχας, Phani. 6 (VI, 307), Nagelscheere; von Bergen, Ap. Rh. 4, 1679 u. Lycophr.

Greek (Liddell-Scott)

στόνυξ: -ῠχος, ὁ, πᾶσα ὀξεῖα ἄκρα, οἷον ὀξὺ ἄκρον βράχου, πρὸς ὀξὺν στόνυχα πετραίου λίθου Εὐρ. Κύκλ. 401· πετραίῳ στόνυχι Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1679· νησιωτικὸς στ., Πάχυνος Λυκόφρ. 1181· Οὐταῖος στ., ὁ χαυλιόδους ἀγριοχοίρου, Λυκόφρ. 486· λοίγιος στ., τὸ κέντρον τοῦ ἰχθύος τοῦ καλουμένου τρυγών, ὁ αὐτ. 795· ἐπὶ τῶν ὀνύχων ζῴου σαρκοβόρου καὶ ἁρπακτικοῦ, Ὀππ. Κυν. 3. 232· κονδυλομάχαιρον, τοὺς συλόνυχας στόνυχας Ἀνθ. Π. 6. 307. - Πρβλ. σπόρθυγξ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «στόνυχες· τὰ εἰς ὀξὺ λήγουσα, καὶ τὰ ἄκρα τῶν ὀνύχων», καὶ «στόνυξι· κέρασι».