κυμινοπρίστης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(7)
 
(6_19)
Line 9: Line 9:
|Beta Code=kuminopri/sths
|Beta Code=kuminopri/sths
|Definition=ου, ὁ, (πρίω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cummin-splitter</b>, i.e. <b class="b2">skinflint</b>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">EN</span>1121b27</span>, <span class="bibl">Posidipp.26.12</span>: as Adj., κ. ὁ τρόπος ἐστί σον <span class="bibl">Alex. 251</span>.</span>
|Definition=ου, ὁ, (πρίω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">cummin-splitter</b>, i.e. <b class="b2">skinflint</b>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">EN</span>1121b27</span>, <span class="bibl">Posidipp.26.12</span>: as Adj., κ. ὁ τρόπος ἐστί σον <span class="bibl">Alex. 251</span>.</span>
}}
{{ls
|lstext='''κῠμῑνοπρίστης''': -ου, ὁ, ([[πρίω]]) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ [[κύμινον]], δηλ. [[ἄνθρωπος]] εἰς [[ἄκρον]] [[φειδωλός]], Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., [[κυμινοπρίστης]] ὁ [[τρόπος]] ἐστί σου [[πάλαι]] Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ [[κυμινοκίμβιξ]], ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.
}}
}}

Revision as of 11:41, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠμῑνοπρίστης Medium diacritics: κυμινοπρίστης Low diacritics: κυμινοπρίστης Capitals: ΚΥΜΙΝΟΠΡΙΣΤΗΣ
Transliteration A: kyminoprístēs Transliteration B: kyminopristēs Transliteration C: kyminopristis Beta Code: kuminopri/sths

English (LSJ)

ου, ὁ, (πρίω)

   A cummin-splitter, i.e. skinflint, Arist. EN1121b27, Posidipp.26.12: as Adj., κ. ὁ τρόπος ἐστί σον Alex. 251.

Greek (Liddell-Scott)

κῠμῑνοπρίστης: -ου, ὁ, (πρίω) ὁ καταπρίων, πριονίζων τὸ κύμινον, δηλ. ἄνθρωπος εἰς ἄκρον φειδωλός, Ποσείδιππ. ἐν «Χορευούσαις» 1. 12, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 39· ― ὡς ἐπίθ., κυμινοπρίστηςτρόπος ἐστί σου πάλαι Ἄλεξ. ἐν «Φιλοκάλῳ» 1· πρβλ. Θεόκρ. 10. 55· ― ὁ Εὐστ. μνημονεύει καὶ κυμινοκίμβιξ, ικος, ὁ, ἔκ τινος Κωμ. ποιητοῦ, 1828, 10, ἴδε Miller Mélanges σ. 424.