ὤβεον: Difference between revisions
From LSJ
ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενος → either love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight
(13) |
(6_19) |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=w)/beon | |Beta Code=w)/beon | ||
|Definition=τό, (i. e. <b class="b3">ὤϝεον</b>) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">egg</b>, and ὠβεοκόπτης, ου, ὁ, <b class="b2">egg-breaker</b>, name of a species of snake, Hsch.</span> | |Definition=τό, (i. e. <b class="b3">ὤϝεον</b>) <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> <b class="b2">egg</b>, and ὠβεοκόπτης, ου, ὁ, <b class="b2">egg-breaker</b>, name of a species of snake, Hsch.</span> | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ὤβεον''': -ου, τό, (ὅ ἐστι ὤϝεον) ᾠόν, καὶ ὠβεοκόπτης, ὁ, ὁ θραύων, συντρίβων ᾠά, [[ὄνομα]] εἴδους τινὸς ὄφεως παρ’ Ἡσυχ., «[[ὅπερ]] ὁ Κόβητος μετέβαλεν εἰς ὠβεοκάπτας, τουτέστιν: ὤβεα ([[ἤτοι]] ᾠά) κάπτοντας» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:41, 5 August 2017
English (LSJ)
τό, (i. e. ὤϝεον)
A egg, and ὠβεοκόπτης, ου, ὁ, egg-breaker, name of a species of snake, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ὤβεον: -ου, τό, (ὅ ἐστι ὤϝεον) ᾠόν, καὶ ὠβεοκόπτης, ὁ, ὁ θραύων, συντρίβων ᾠά, ὄνομα εἴδους τινὸς ὄφεως παρ’ Ἡσυχ., «ὅπερ ὁ Κόβητος μετέβαλεν εἰς ὠβεοκάπτας, τουτέστιν: ὤβεα (ἤτοι ᾠά) κάπτοντας» Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.