συσπειράω: Difference between revisions

From LSJ

Ζωῆς πονηρᾶς θάνατος αἱρετώτερος → Satius mori quam calamitose vivere → Dem schlechten Leben vorzuziehen ist der Tod

Menander, Monostichoi, 193
(13_5)
(6_20)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1043.png Seite 1043]] zusammenwinden, -wickeln, -drängen; τὴν τάξιν, τὴν φάλαγγα, die Schlachtordnung tiefer machen, so daß mehr Glieder hinter einander stehen. Xen. Cyr. 7, 5, 6, συσπειραθέντες Hell. 3, 2, 20. – Med. oder pass. sich zusammenziehen, λυπούμενον συσπειρᾶται Plat. Conv. 206 d, u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1043.png Seite 1043]] zusammenwinden, -wickeln, -drängen; τὴν τάξιν, τὴν φάλαγγα, die Schlachtordnung tiefer machen, so daß mehr Glieder hinter einander stehen. Xen. Cyr. 7, 5, 6, συσπειραθέντες Hell. 3, 2, 20. – Med. oder pass. sich zusammenziehen, λυπούμενον συσπειρᾶται Plat. Conv. 206 d, u. Sp.
}}
{{ls
|lstext='''συσπειράω''': προμαζεύω, κουβαριάζω, [[κάμνω]] ἕνα κουβάρι, συναγαγοῦσα [[πανταχόθεν]] ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα Γαλην. τ. 4, σ. 753· - Μέσ., [[περιτυλίσσω]] τὸ ἱμάτιόν μου περὶ ἐμαυτόν, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ αὐτάρκους ἢ τοῦ εἰς τὰ ὀλίγα ἀρκουμένου (πρβλ. mea virtute me involvo), Πλούτ. 2. 828C, ἴδε Wytt nb. 157C. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ στρατιωτῶν, σχηματίζομαι εἰς πυκνὴν παράταξιν (ἴδε [[σπεῖρα]] 9), Ξεν. 7, 5, 6, Ἀν. 1. 8, 21, κτλ.· σ. ἐπὶ τόπον, [[βαδίζω]] ἐν τοιαύτῃ τάξει [[πρός]] τινα τόπον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 4, 11· ἐπὶ μελισσῶν, περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι, Λατ. conglobati Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 29. 2) ἐπὶ ὄφεων, [[κεῖμαι]] συνεσπειραμένος, κουλουριασμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4, 4, 13 (διάφ. γραφ. συνεσπειρωμένος)· οὕτω, ἔν τινι γωνίᾳ τῆς ἀγορᾶς συνεσπειραμένος ὡς καθευδήσων Πλούτ. 2. 77F· [[πλόκαμος]] συνεσπειραμένος ἐς [[τοὐπίσω]] Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 2. 3) ζαρώνω, σκυθρωπόν τε καὶ λυπούμενον συσπειρᾶται Πλάτ. Συμπ. 206C· εἰς ἑαυτὸ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 6. 4) συγκεντροῦμαι, εἰς αὐτὰ τὰ χρήσιμα Πλούτ. 2. 828C.
}}
}}

Revision as of 11:42, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συσπειράω Medium diacritics: συσπειράω Low diacritics: συσπειράω Capitals: ΣΥΣΠΕΙΡΑΩ
Transliteration A: syspeiráō Transliteration B: syspeiraō Transliteration C: syspeirao Beta Code: suspeira/w

English (LSJ)

   A contract, ἡ γαστὴρ συναγαγοῦσα . . ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα Gal.UP4.7:—Med.and Pass., shrink up, contract, Pl.Smp.206d; of skin and flesh, Antyll. ap. Orib.45.15.3.    b metaph., ἡ ἀμέρεια σφίγγουσα καὶ -ῶσα Procl.Inst.86; ἐν ἑαυτῷ συνεσπειραμένον Dam. Pr.138; εἰς αὐτὰ τὰ χρήσιμα συσταλέντας καὶ -αθέντας Plu.2.828c.    2 Med. and Pass., of soldiers, to be formed in close order (v. σπεῖρα 11), X.Cyr.7.5.6, An.1.8.21, etc.; σ. ἐπὶ τὴν Μουνιχίαν march in close order to... Id.HG2.4.11; οἱ ἐχθροὶ -σάμενοι Eun.VSp.488 B.; of bees, περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι Arist.HA625b8.    3 Med. and Pass., coil or be coiled up, σ. ὡς καθευδήσων Plu.2.77e; σ. εἰς ἑαυτό, of the wood-louse, Thphr.HP4.3.6; πλόκαμος συνεσπειραμένος Luc.Nav.2.    II wrap up, (ὁ σκύλαξ) γᾷ συνεσπείρασεν (τὸν σῦν) wrapped him in earth, i.e. laid him low, PCair.Zen.532.21 (iii B.C.).    2 tie up together, bunch together, βελόναις συνεσπειραμέναις κατακεντήσας with a bunch of needles, Paul.Aeg.4.5.

German (Pape)

[Seite 1043] zusammenwinden, -wickeln, -drängen; τὴν τάξιν, τὴν φάλαγγα, die Schlachtordnung tiefer machen, so daß mehr Glieder hinter einander stehen. Xen. Cyr. 7, 5, 6, συσπειραθέντες Hell. 3, 2, 20. – Med. oder pass. sich zusammenziehen, λυπούμενον συσπειρᾶται Plat. Conv. 206 d, u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συσπειράω: προμαζεύω, κουβαριάζω, κάμνω ἕνα κουβάρι, συναγαγοῦσα πανταχόθεν ἑαυτὴν καὶ συσπειράσασα Γαλην. τ. 4, σ. 753· - Μέσ., περιτυλίσσω τὸ ἱμάτιόν μου περὶ ἐμαυτόν, μεταφορ., ἐπὶ τοῦ αὐτάρκους ἢ τοῦ εἰς τὰ ὀλίγα ἀρκουμένου (πρβλ. mea virtute me involvo), Πλούτ. 2. 828C, ἴδε Wytt nb. 157C. ΙΙ. Παθ., ἐπὶ στρατιωτῶν, σχηματίζομαι εἰς πυκνὴν παράταξιν (ἴδε σπεῖρα 9), Ξεν. 7, 5, 6, Ἀν. 1. 8, 21, κτλ.· σ. ἐπὶ τόπον, βαδίζω ἐν τοιαύτῃ τάξει πρός τινα τόπον, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 2. 4, 11· ἐπὶ μελισσῶν, περὶ τὸν βασιλέα συνεσπειραμέναι, Λατ. conglobati Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 29. 2) ἐπὶ ὄφεων, κεῖμαι συνεσπειραμένος, κουλουριασμένος, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4, 4, 13 (διάφ. γραφ. συνεσπειρωμένος)· οὕτω, ἔν τινι γωνίᾳ τῆς ἀγορᾶς συνεσπειραμένος ὡς καθευδήσων Πλούτ. 2. 77F· πλόκαμος συνεσπειραμένος ἐς τοὐπίσω Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 2. 3) ζαρώνω, σκυθρωπόν τε καὶ λυπούμενον συσπειρᾶται Πλάτ. Συμπ. 206C· εἰς ἑαυτὸ Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 3, 6. 4) συγκεντροῦμαι, εἰς αὐτὰ τὰ χρήσιμα Πλούτ. 2. 828C.