ἐκτρόπιον: Difference between revisions
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
(c2) |
(6_21) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0783.png Seite 783]] τό, der Fehler des Augenlides, wenn es sich nach Außen kehrt, Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0783.png Seite 783]] τό, der Fehler des Augenlides, wenn es sich nach Außen kehrt, Medic. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐκτρόπιον''': τό, ἡ τοῦ βλεφάρου [[ἐκτροπή]], [[νόσος]] καθ’ ἣν τὸ [[βλέφαρον]] τρέπεται πρὸς τὰ ἄνω καὶ φαίνεται τὸ ἐσωτερικόν, [[ὑπόφυσις]] σαρκὸς ἐν τῷ βλεφάρῳ, ἥτις βαροῦσα ἐκτρέπει τὸ [[βλέφαρον]], ἀντίθ. τῷ [[τριχίασις]], Κέλσ. 7. 7, Παῦλ. Αἰγ. 3. 22. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,
A everted eyelid, a disease in which the lid is turned outward, opp. τριχίασις, Cels.7.7, Antyll. ap. Aët.7.74, Dem.Ophth.ib.73.
German (Pape)
[Seite 783] τό, der Fehler des Augenlides, wenn es sich nach Außen kehrt, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτρόπιον: τό, ἡ τοῦ βλεφάρου ἐκτροπή, νόσος καθ’ ἣν τὸ βλέφαρον τρέπεται πρὸς τὰ ἄνω καὶ φαίνεται τὸ ἐσωτερικόν, ὑπόφυσις σαρκὸς ἐν τῷ βλεφάρῳ, ἥτις βαροῦσα ἐκτρέπει τὸ βλέφαρον, ἀντίθ. τῷ τριχίασις, Κέλσ. 7. 7, Παῦλ. Αἰγ. 3. 22.