ἐσχάριον: Difference between revisions

From LSJ

ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone

Source
(13_4)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1045.png Seite 1045]] τό, dim. von [[ἐσχάρα]], Feuergestell, Kohlenpfanne, Ar. bei Poll. 10, 101; übh. Gestell, Unterlage, Pol. 9, 41, 4 u. a. Sp., wie D. Sic. 20, 91. Bei Ath. V, 204 c ein Gerüst, um Schiffe ins Meer zu lassen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1045.png Seite 1045]] τό, dim. von [[ἐσχάρα]], Feuergestell, Kohlenpfanne, Ar. bei Poll. 10, 101; übh. Gestell, Unterlage, Pol. 9, 41, 4 u. a. Sp., wie D. Sic. 20, 91. Bei Ath. V, 204 c ein Gerüst, um Schiffe ins Meer zu lassen.
}}
{{ls
|lstext='''ἐσχάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[ἐσχάρα]]: 1) πύραυνον, Τουρκ. «μαγκάλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. 2) [[μέρος]] ἐφ᾿ οὗ ἵσταταί τις ἢ στηρίζεται, βάσις, Πολύβ. 9. 41, 4, Διόδ. 20. 91. 3) «Ἀθήναιος δὲ καὶ [[ἐσχάριον]] παραγώγως οἶδε, δι᾿ οὗ καθέλκονται [[νῆες]] εἰς τὴν θάλασσαν, [[ὅθεν]] ἡ [[ἀπερίεργος]] [[γλῶσσα]] παραφθείρουσα, τὸ καινὸν [[πλοῖον]] ἀπὸ σκαρίου εἶναί φησι» (Εὐστ. 1575. 45)· κοινῶς «σκάρα», καθειλκύσθη δὲ (ἡ [[ναῦς]]) τὴν μὲν ἀρχὴν ἀπὸ ἐσχαρίου τινὸς κτλ. Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 204C. 4) [[ἐσχάρα]], [[ἕλκος]] ἐκ καύσεως, Ὀρειβ. 197 Mai. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «[[ἐσχάριον]]· κοῖλον [[θυμιατήριον]]».
}}
}}

Revision as of 11:43, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐσχάριον Medium diacritics: ἐσχάριον Low diacritics: εσχάριον Capitals: ΕΣΧΑΡΙΟΝ
Transliteration A: eschárion Transliteration B: escharion Transliteration C: escharion Beta Code: e)sxa/rion

English (LSJ)

τό, Dim. of ἐσχάρα :    1 pan of coals, Ar.Fr.516 (pl.).    2 stand, platform, Plb.9.41.4 (pl.), D.S. 20.91.    3 cradle for launching ships, Callix.1.    4 eschar, Archig. ap. Orib.51.42.3.

German (Pape)

[Seite 1045] τό, dim. von ἐσχάρα, Feuergestell, Kohlenpfanne, Ar. bei Poll. 10, 101; übh. Gestell, Unterlage, Pol. 9, 41, 4 u. a. Sp., wie D. Sic. 20, 91. Bei Ath. V, 204 c ein Gerüst, um Schiffe ins Meer zu lassen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐσχάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ ἐσχάρα: 1) πύραυνον, Τουρκ. «μαγκάλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 435. 2) μέρος ἐφ᾿ οὗ ἵσταταί τις ἢ στηρίζεται, βάσις, Πολύβ. 9. 41, 4, Διόδ. 20. 91. 3) «Ἀθήναιος δὲ καὶ ἐσχάριον παραγώγως οἶδε, δι᾿ οὗ καθέλκονται νῆες εἰς τὴν θάλασσαν, ὅθενἀπερίεργος γλῶσσα παραφθείρουσα, τὸ καινὸν πλοῖον ἀπὸ σκαρίου εἶναί φησι» (Εὐστ. 1575. 45)· κοινῶς «σκάρα», καθειλκύσθη δὲ (ἡ ναῦς) τὴν μὲν ἀρχὴν ἀπὸ ἐσχαρίου τινὸς κτλ. Καλλίξ. παρ᾿ Ἀθην. 204C. 4) ἐσχάρα, ἕλκος ἐκ καύσεως, Ὀρειβ. 197 Mai. - Καθ᾿ Ἡσύχ.: «ἐσχάριον· κοῖλον θυμιατήριον».