σῦφαρ: Difference between revisions
κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes
(13_5) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1046.png Seite 1046]] τό, jede alte, runzelige Haut, Callim.; bes. die, welche die sich häutenden Schlangen und Insekten abstreifen, Luc. Herm. 79. – Auch die Haut auf der Milch, sonst [[γραῦς]]. – Als adj. = sehr alt, [[σῦφαρ]] θανεῖται, Lycophr. 793; [[γέρων]], ὑπεργέρων, ὁ [[λίαν]] γεγηρακώς, E. M | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1046.png Seite 1046]] τό, jede alte, runzelige Haut, Callim.; bes. die, welche die sich häutenden Schlangen und Insekten abstreifen, Luc. Herm. 79. – Auch die Haut auf der Milch, sonst [[γραῦς]]. – Als adj. = sehr alt, [[σῦφαρ]] θανεῖται, Lycophr. 793; [[γέρων]], ὑπεργέρων, ὁ [[λίαν]] γεγηρακώς, E. M | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''σῦφαρ''': τό, ταμάχιον παλαιοῦ καὶ ἐρρυτιδωμένου δέρματος, Σώφρων παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 736, Καλλ. Ἀποστ. 49· τὸ [[ἔνδυμα]], [[ἤτοι]] τὸ [[ὑποκάμισον]] τοῦ ὄφεως, Λατιν, exuviae, Λουκ. Ἑρμότ. 79, πρβλ. Α. Β. 66. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρῶδες, τὸ [[ἄνθος]] τοῦ γάλακτος, = [[γραῦς]], Ἡσύχ. 3) [[σῦκον]] ἐρρυτιδωμένον, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. [[σῦφαρ]], ὁ, ἡ, ἐρρυτιδωμένος, καταπεπονημένος, [[λίαν]] γεγηρακώς, Λυκοῦργ. 793. | |||
}} | }} |
Revision as of 11:43, 5 August 2017
English (LSJ)
τό,
A a piece of old or wrinkled skin, Sophr.55, Call.Fr.49; Slough of a serpent, Luc.Herm.79, cf. Phryn.PS p.114 B. 2 skim of milk, = γραῦς 11, Sch.Nic.Al.91, Hsch. 3 wrinkled fig, Id. II as Adj., σῦφαρ, ὁ, ἡ, wrinkled, decrepit, Lyc.793; between ὠμογέρων and πέμπελος, prob. in Gal.6.379 (cf. Berl.Sitzb.1924.100).
German (Pape)
[Seite 1046] τό, jede alte, runzelige Haut, Callim.; bes. die, welche die sich häutenden Schlangen und Insekten abstreifen, Luc. Herm. 79. – Auch die Haut auf der Milch, sonst γραῦς. – Als adj. = sehr alt, σῦφαρ θανεῖται, Lycophr. 793; γέρων, ὑπεργέρων, ὁ λίαν γεγηρακώς, E. M
Greek (Liddell-Scott)
σῦφαρ: τό, ταμάχιον παλαιοῦ καὶ ἐρρυτιδωμένου δέρματος, Σώφρων παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 736, Καλλ. Ἀποστ. 49· τὸ ἔνδυμα, ἤτοι τὸ ὑποκάμισον τοῦ ὄφεως, Λατιν, exuviae, Λουκ. Ἑρμότ. 79, πρβλ. Α. Β. 66. 2) τὸ ἐπὶ τοῦ γάλακτος ἀφρῶδες, τὸ ἄνθος τοῦ γάλακτος, = γραῦς, Ἡσύχ. 3) σῦκον ἐρρυτιδωμένον, ὁ αὐτ. ΙΙ. ὡς ἐπίθ. σῦφαρ, ὁ, ἡ, ἐρρυτιδωμένος, καταπεπονημένος, λίαν γεγηρακώς, Λυκοῦργ. 793.