μύωψ: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δικαία τοῦ βίου σωτηρία → Mulier probe morata vitae est sospita → Die Frau, die rechtlich denkt, erhält das Lebensgut

Menander, Monostichoi, 93
(13_6b)
(6_22)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0225.png Seite 225]] ωπος, ὁ, 1) Pferde- u. Ochsenbremse; ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα, Aesch. Prom. 678; [[βοηλάτης]], Suppl. 303; Arist. H. A. 1, 5 u. A. – 2)<b class="b2"> Stachel, Sporn</b>, ἵππῳ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, Plat. Apol. 30 e; Xen. de re equ. 8, 5; Sp., κέντρα τ' [[ἐναιμήεντα]] διωξίπποιο μύωπος, Qu. Maec. 6 (VI, 233); Luc. Tox. 55; – übh. Antrieb, Anreiz, Luc. amor. 2; vgl. Iac. Ach. Tat. p. 884. – 3) als adj., die Augen schließend, blinzend, gew. <b class="b2">kurzsichtig</b>, der nur in der Nähe deutlich sehen kann u., um Entfernteres zu sehen, die Augen etwas schließen muß, also von μύω, Arist. probl. 31, 16. 25 u. Folgde, bes. Medic. – [Nic. braucht υ in der ersten Bdtg auch lang, Th. 417. 736.]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0225.png Seite 225]] ωπος, ὁ, 1) Pferde- u. Ochsenbremse; ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα, Aesch. Prom. 678; [[βοηλάτης]], Suppl. 303; Arist. H. A. 1, 5 u. A. – 2)<b class="b2"> Stachel, Sporn</b>, ἵππῳ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, Plat. Apol. 30 e; Xen. de re equ. 8, 5; Sp., κέντρα τ' [[ἐναιμήεντα]] διωξίπποιο μύωπος, Qu. Maec. 6 (VI, 233); Luc. Tox. 55; – übh. Antrieb, Anreiz, Luc. amor. 2; vgl. Iac. Ach. Tat. p. 884. – 3) als adj., die Augen schließend, blinzend, gew. <b class="b2">kurzsichtig</b>, der nur in der Nähe deutlich sehen kann u., um Entfernteres zu sehen, die Augen etwas schließen muß, also von μύω, Arist. probl. 31, 16. 25 u. Folgde, bes. Medic. – [Nic. braucht υ in der ersten Bdtg auch lang, Th. 417. 736.]
}}
{{ls
|lstext='''μύωψ''': -ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὢψ) ὁ μύων, συστέλλων τὰ βλέφαρα [[ὅπως]] ἴδῃ τι, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἴδῃ [[μακράν]], «κοντόφθαλμος», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 12, Προβλ. 31. 16 καὶ 25· πρβλ. [[μυωπός]]. ΙΙ. οὐσ., [[μύωψ]], ωπος, ὁ, ἡ «ἀλογόμυιγα», «βῳδόμυιγα», Λατ. tabanus, οἶστρον, ὀξυστόμῳ μύωπι Αἰσχύλ. Πρ. 675· βοηλάτην μύωπα κινητήριον Ἱκ. 307, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 15., 5. 19, 21, κ. ἀλλ. 2) [[κέντρον]], [[πτερνιστήρ]], Ξεν. Ἱππ. 8, 5· ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν, μὲ τοὺς πτερνιστῆρας, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· [[βούκεντρον]], Ἀνθ. Π. 5. 203. 3) μεταφ., μύωπι διὰ τοῦ ὠτὸς τυπείς, ὡς διὰ μύωπος, Λουκ. π. Διαβολ. 14, Ἔρωτες 2· τινὸς Ἀνθ. Π. 6. 165, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 884. 4) ὁ μικρὸς [[δάκτυλος]], παρὰ τῷ Schneid. Ἐκλ. Φυσ. 2. 447. 5) [[φυτόν]] τι, Ψευδο-Πλούτ. περὶ Ποταμ. 22. 5. [Ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ, ὁ Νικ. ἔχει ῡ, Θ. 417, 736.]
}}
}}

Revision as of 11:44, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύωψ Medium diacritics: μύωψ Low diacritics: μύωψ Capitals: ΜΥΩΨ
Transliteration A: mýōps Transliteration B: myōps Transliteration C: myops Beta Code: mu/wy

English (LSJ)

ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὤψ)

   A closing or contracting the eyes, as shortsighted people do, and so, shortsighted, Arist.Rh.1413a4, Pr.959a3, b38, Alex.Aphr.Pr.1.74.    II as Subst. μύωψ [ῠ, but ῡ Nic.Th.417, 736], ωπος, ὁ, horse-fly, gadfly, Tabanus, ὀξυστόμῳ μύωπι A.Pr.675; βοηλάτην μ. Id.Supp.307, cf. Pl.Ap.30e, Arist.HA528b31, 552a29, al.    2 goad, spur, X.Eq.8.5; ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν to walk in spurs, Thphr.Char.21.8; προσθεῖναι τοὺς μ. Plb.11.18.4, cf. AP5.202 (Asclep.); ox-goad, βουσόος μ. Cerc.8.2, cf. Call.Fr.46, A.R.3.277.    3 metaph., stimulant, incentive, Luc.Cal.14, Am.2; τινος to a thing, ῥόμβον θιάσοιο μ. AP6.165 (Phal.); τὸν μύωπα ἐμβαλεῖν τινι Ach.Tat.7.4.    4 a plant growing in the Achelous, Ps.-Plu. Fluv.22.5.    5 the little finger, Sch.Opp.H.3.254.

German (Pape)

[Seite 225] ωπος, ὁ, 1) Pferde- u. Ochsenbremse; ὀξυστόμῳ μύωπι χρισθεῖσα, Aesch. Prom. 678; βοηλάτης, Suppl. 303; Arist. H. A. 1, 5 u. A. – 2) Stachel, Sporn, ἵππῳ δεομένῳ ἐγείρεσθαι ὑπὸ μύωπός τινος, Plat. Apol. 30 e; Xen. de re equ. 8, 5; Sp., κέντρα τ' ἐναιμήεντα διωξίπποιο μύωπος, Qu. Maec. 6 (VI, 233); Luc. Tox. 55; – übh. Antrieb, Anreiz, Luc. amor. 2; vgl. Iac. Ach. Tat. p. 884. – 3) als adj., die Augen schließend, blinzend, gew. kurzsichtig, der nur in der Nähe deutlich sehen kann u., um Entfernteres zu sehen, die Augen etwas schließen muß, also von μύω, Arist. probl. 31, 16. 25 u. Folgde, bes. Medic. – [Nic. braucht υ in der ersten Bdtg auch lang, Th. 417. 736.]

Greek (Liddell-Scott)

μύωψ: -ωπος, ὁ, ἡ, (μύω, ὢψ) ὁ μύων, συστέλλων τὰ βλέφαρα ὅπως ἴδῃ τι, ὁ μὴ δυνάμενος νὰ ἴδῃ μακράν, «κοντόφθαλμος», Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 12, Προβλ. 31. 16 καὶ 25· πρβλ. μυωπός. ΙΙ. οὐσ., μύωψ, ωπος, ὁ, ἡ «ἀλογόμυιγα», «βῳδόμυιγα», Λατ. tabanus, οἶστρον, ὀξυστόμῳ μύωπι Αἰσχύλ. Πρ. 675· βοηλάτην μύωπα κινητήριον Ἱκ. 307, πρβλ. Πλάτ. Ἀπολ. 30Ε, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 15., 5. 19, 21, κ. ἀλλ. 2) κέντρον, πτερνιστήρ, Ξεν. Ἱππ. 8, 5· ἐν τοῖς μύωψι περιπατεῖν, μὲ τοὺς πτερνιστῆρας, Θεοφρ. Χαρακτ. 21· βούκεντρον, Ἀνθ. Π. 5. 203. 3) μεταφ., μύωπι διὰ τοῦ ὠτὸς τυπείς, ὡς διὰ μύωπος, Λουκ. π. Διαβολ. 14, Ἔρωτες 2· τινὸς Ἀνθ. Π. 6. 165, Ἰακώψ. εἰς Ἀχιλλ. Τάτ. σ. 884. 4) ὁ μικρὸς δάκτυλος, παρὰ τῷ Schneid. Ἐκλ. Φυσ. 2. 447. 5) φυτόν τι, Ψευδο-Πλούτ. περὶ Ποταμ. 22. 5. [Ἐπὶ τῆς σημ. ΙΙ, ὁ Νικ. ἔχει ῡ, Θ. 417, 736.]