ἠρεμία: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
(6_9)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἠρεμία''': ἡ, [[ἡσυχία]], [[ἀταραξία]], ἀντίθ. [[κίνησις]], = [[ἀκινησία]], Ἀριστ. Φυσ. 3. 2, 4, πρβλ. 5. 6, 1, Μεταφ. 1. 7, 4, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, [[ἀνάπαυσις]], [[ἡσυχία]], ἠρ. ψυχῆς Ὅρ. Πλάτ. 412Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 6· ἐπὶ πολλῆς ἠρ. ὑμῶν Δημ. 168. 15. -Ἴδε ἐν λ. [[ἡμερία]].
|lstext='''ἠρεμία''': ἡ, [[ἡσυχία]], [[ἀταραξία]], ἀντίθ. [[κίνησις]], = [[ἀκινησία]], Ἀριστ. Φυσ. 3. 2, 4, πρβλ. 5. 6, 1, Μεταφ. 1. 7, 4, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, [[ἀνάπαυσις]], [[ἡσυχία]], ἠρ. ψυχῆς Ὅρ. Πλάτ. 412Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 6· ἐπὶ πολλῆς ἠρ. ὑμῶν Δημ. 168. 15. -Ἴδε ἐν λ. [[ἡμερία]].
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />calme, tranquillité, repos.<br />'''Étymologie:''' *ἠρεμής.
}}
}}

Revision as of 19:21, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠρεμία Medium diacritics: ἠρεμία Low diacritics: ηρεμία Capitals: ΗΡΕΜΙΑ
Transliteration A: ēremía Transliteration B: ēremia Transliteration C: iremia Beta Code: h)remi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A rest, opp. κίνησις, Arist.Ph.202a4; ἐν ἠ. εἶναι Id.Metaph.988b4, cf. Aristox.Harm.p.12 M., Sor.1.46.    2 of the mind, quietude, ἠ. ψυχῆς περὶ τὰ δεινά Pl.Def.412a, cf. Arist.de An.406a27 (pl.); ἐπὶ πολλῆς ἠ. ὑμῶν leaving you entirely at rest, v. l. for ἐρημίας, D.13.8 (ἠρεμίη κοίτης is perh. a mistake for ἐρημίη, Epigr.Gr.321.11).

German (Pape)

[Seite 1175] ἡ, Ruhe, Gelassenheit; ψυχῆς Plat. Defin. 412 a; neben ἡσυχία Dem. 13, 9, v. l. ἐρημία; Ggstz von κίνησις Arist. Eth. 7, 14; καὶ ἀπάθεια 2, 3; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἠρεμία: ἡ, ἡσυχία, ἀταραξία, ἀντίθ. κίνησις, = ἀκινησία, Ἀριστ. Φυσ. 3. 2, 4, πρβλ. 5. 6, 1, Μεταφ. 1. 7, 4, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ τῆς ψυχῆς, ἀνάπαυσις, ἡσυχία, ἠρ. ψυχῆς Ὅρ. Πλάτ. 412Α, πρβλ. Ἀριστ. π. Ψυχ. 1. 3, 6· ἐπὶ πολλῆς ἠρ. ὑμῶν Δημ. 168. 15. -Ἴδε ἐν λ. ἡμερία.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
calme, tranquillité, repos.
Étymologie: *ἠρεμής.