ἄγλωσσος: Difference between revisions
Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἄγλωσσος''': Ἀττ. -ττος, ον, ὁ μὴ ἔχων γλῶσσαν, περὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 4. 11, 2· ἐπὶ αὐλοῦ· (πρβλ. [[γλῶσσα]], ΙΙΙ. Ι), [[Πολυδ]]. 2. 108: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 6, 145. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] εὐγλωττίας, [[ἄφωνος]], Λατ. elinguis, Πινδ. Ν. 8. 41. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 570, Ἀνθ., κτλ. 2) = [[βάρβαρος]]· οὔθ’ Ἑλλὰς (= [[Ἕλλην]]), οὔτ’ [[ἄγλωσσος]], Σοφ. Τρ. 1060. | |lstext='''ἄγλωσσος''': Ἀττ. -ττος, ον, ὁ μὴ ἔχων γλῶσσαν, περὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 4. 11, 2· ἐπὶ αὐλοῦ· (πρβλ. [[γλῶσσα]], ΙΙΙ. Ι), [[Πολυδ]]. 2. 108: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 6, 145. ΙΙ. ὁ [[ἄνευ]] εὐγλωττίας, [[ἄφωνος]], Λατ. elinguis, Πινδ. Ν. 8. 41. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 570, Ἀνθ., κτλ. 2) = [[βάρβαρος]]· οὔθ’ Ἑλλὰς (= [[Ἕλλην]]), οὔτ’ [[ἄγλωσσος]], Σοφ. Τρ. 1060. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui parle un langage barbare.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[γλῶσσα]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:22, 9 August 2017
English (LSJ)
Att. ἄγλω-ττος, ον,
A without tongue, of the crocodile, Arist. PA690b23, cf. Eub.107.1; of a flute, without reed, Poll.2.108. Adv. -τως Id.6.145. II lacking in eloquence, Pi.N.8.24, Ar.Fr.734, D.Chr.12.55; dumb, AP7.191 (Arch.). 2 = βάρβαρος, οὔθ' Ἑλλὰς οὔτ' ἄ. S.Tr.1060.
German (Pape)
[Seite 17] att. ἄγλωττος, ohne Zunge (γλῶσσα), Eubul. Ath. X, 449 e; Plut. sol. an. 5; Krokodil, Arist. H. A. 2, 6, 1. Gew. ohne Sprache, stumm, Pind. ἦτορ N. 8, 25; öfter in Anthol. στόμα, Bian. 3; Simm. 6; Antiphil. 17 (IX, 273 VII, 193. 641); neben ἀναύδητος Archi. 28 (VII, 191). – Bei Soph. Tr. 1049, = βάρβαρος, dem Ἑλλάς entgegengesetzt.
Greek (Liddell-Scott)
ἄγλωσσος: Ἀττ. -ττος, ον, ὁ μὴ ἔχων γλῶσσαν, περὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἀριστ. π. Μορ. Ζ. 4. 11, 2· ἐπὶ αὐλοῦ· (πρβλ. γλῶσσα, ΙΙΙ. Ι), Πολυδ. 2. 108: - Ἐπίρρ. -τως, ὁ αὐτ. 6, 145. ΙΙ. ὁ ἄνευ εὐγλωττίας, ἄφωνος, Λατ. elinguis, Πινδ. Ν. 8. 41. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 570, Ἀνθ., κτλ. 2) = βάρβαρος· οὔθ’ Ἑλλὰς (= Ἕλλην), οὔτ’ ἄγλωσσος, Σοφ. Τρ. 1060.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui parle un langage barbare.
Étymologie: ἀ, γλῶσσα.