ἀντιόομαι: Difference between revisions
Χθὼν πάντα κομίζει καὶ πάλιν κομίζεται → Nam terra donat ac resorbet omnia → Die Erde alles bringt, sich wieder alles nimmt
(6_14) |
(Bailly1_1) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντιόομαι''': μελλ. -ώσομαι, Ἡρόδ. 7. 6, 102, καὶ ἀλλαχοῦ: - παθ. ἀόρ. ἠντιώθην, Ἰων. ἀντιώθην ὁ αὐτ. 4. 126, 7. 9, κ. ἀλλ.: ἀποθ., ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, τινὶ ὁ αὐτ. 1. 76, Αἰσχύλ. Χο. 389, κτλ.· τινὶ ἐς μάχην Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ἀπολ., οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι, ὁ αὐτ. 1. 207., 4. 1 2) ἐν Ἡροδ. 9. 7, μετ’ αἰτ., τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην, ὅτι ἤθελε συναντήσῃ αὐτὸν ἐν Βοιωτίᾳ. Σπάνιον παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.), [[διότι]] ἀντ’ [[αὐτοῦ]] μεταχειρίζονται ἐν γένει τὸ [[ἐναντιόομαι]]. - Οἱ Ὁμηρ. τύποι [[ἀντιόω]], ἀντιόωσι κλ., ἀνήκουσι εἰς τὸ [[ἀντιάω]]. | |lstext='''ἀντιόομαι''': μελλ. -ώσομαι, Ἡρόδ. 7. 6, 102, καὶ ἀλλαχοῦ: - παθ. ἀόρ. ἠντιώθην, Ἰων. ἀντιώθην ὁ αὐτ. 4. 126, 7. 9, κ. ἀλλ.: ἀποθ., ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, τινὶ ὁ αὐτ. 1. 76, Αἰσχύλ. Χο. 389, κτλ.· τινὶ ἐς μάχην Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ἀπολ., οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι, ὁ αὐτ. 1. 207., 4. 1 2) ἐν Ἡροδ. 9. 7, μετ’ αἰτ., τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην, ὅτι ἤθελε συναντήσῃ αὐτὸν ἐν Βοιωτίᾳ. Σπάνιον παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.), [[διότι]] ἀντ’ [[αὐτοῦ]] μεταχειρίζονται ἐν γένει τὸ [[ἐναντιόομαι]]. - Οἱ Ὁμηρ. τύποι [[ἀντιόω]], ἀντιόωσι κλ., ἀνήκουσι εἰς τὸ [[ἀντιάω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-οῦμαι;<br /><i>f.</i> ἀντιώσομαι, <i>ao.</i> ἠντιώθην, <i>pf. inus.</i><br />marcher à la rencontre de, résister à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντίος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ώσομαι Hdt.7.9.γ,102, al.: aor. Pass. ἠντιώθην, Ion. ἀντ- Id.4.126, 7.9.ά, al.:—resist, oppose, τινί Id.1.76, A.Supp. 389, etc.; τινὶ ἐς μάχην Hdt.7.102: abs., οἱ ἀντιούμενοι, = οἱ ἐναντίοι, Id.1.207,4.1. 2 in Id.9.7.β (dub.), c. acc., τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην that ye would meet him in Boeotia. (ἐναντ- is used in pure Att., ἀ. in Aen.Tact.36.7. The Homeric forms ἀντιόω, ἀντιόωσι, etc., belong to ἀντιάω.)
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιόομαι: μελλ. -ώσομαι, Ἡρόδ. 7. 6, 102, καὶ ἀλλαχοῦ: - παθ. ἀόρ. ἠντιώθην, Ἰων. ἀντιώθην ὁ αὐτ. 4. 126, 7. 9, κ. ἀλλ.: ἀποθ., ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, τινὶ ὁ αὐτ. 1. 76, Αἰσχύλ. Χο. 389, κτλ.· τινὶ ἐς μάχην Ἡρόδ. ἔνθ’ ἀνωτ.: - ἀπολ., οἱ ἀντιούμενοι = οἱ ἐναντίοι, ὁ αὐτ. 1. 207., 4. 1 2) ἐν Ἡροδ. 9. 7, μετ’ αἰτ., τὸν Πέρσην ἀντιώσεσθαι ἐς τὴν Βοιωτίην, ὅτι ἤθελε συναντήσῃ αὐτὸν ἐν Βοιωτίᾳ. Σπάνιον παρ’ Ἀττ. (ἴδε ἀνωτ.), διότι ἀντ’ αὐτοῦ μεταχειρίζονται ἐν γένει τὸ ἐναντιόομαι. - Οἱ Ὁμηρ. τύποι ἀντιόω, ἀντιόωσι κλ., ἀνήκουσι εἰς τὸ ἀντιάω.
French (Bailly abrégé)
-οῦμαι;
f. ἀντιώσομαι, ao. ἠντιώθην, pf. inus.
marcher à la rencontre de, résister à, τινι.
Étymologie: ἀντίος.