κλέπτης: Difference between revisions

From LSJ

μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad

Source
(6_19)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κλέπτης''': -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Γ. 11· τὸν πυρὸς κλ. Αἰσχύλ. Πρ. 946· κλέπτα δύο Ἀριστοφ. Σφ. 928, κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅρπαξ (ὁ ἀποστερῶν φανερῶς), Μυρτίλ. ἐν Ἀδήλ. 1· πρὸς τὸ [[λῃστής]], Πλάτ. Πολ. 351C· ― ὁ τοῦ κλέπτου [[λόγος]], λογικὸν [[σόφισμα]], ἴδε Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 25, 5· πρβλ. [[κλεπτίστατος]]. 2) [[καθόλου]] [[ἀπατεών]], [[πανοῦργος]], [[δόλιος]] (πρβλ. [[κλέπτω]] IV), Σοφ. Αἴ. 1135· κακῶν ἀλλοτρίων [[κλέπτης]] Δημ. 1119. 16.
|lstext='''κλέπτης''': -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Γ. 11· τὸν πυρὸς κλ. Αἰσχύλ. Πρ. 946· κλέπτα δύο Ἀριστοφ. Σφ. 928, κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅρπαξ (ὁ ἀποστερῶν φανερῶς), Μυρτίλ. ἐν Ἀδήλ. 1· πρὸς τὸ [[λῃστής]], Πλάτ. Πολ. 351C· ― ὁ τοῦ κλέπτου [[λόγος]], λογικὸν [[σόφισμα]], ἴδε Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 25, 5· πρβλ. [[κλεπτίστατος]]. 2) [[καθόλου]] [[ἀπατεών]], [[πανοῦργος]], [[δόλιος]] (πρβλ. [[κλέπτω]] IV), Σοφ. Αἴ. 1135· κακῶν ἀλλοτρίων [[κλέπτης]] Δημ. 1119. 16.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> voleur;<br /><b>2</b> fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[κλέπτω]].
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλέπτης Medium diacritics: κλέπτης Low diacritics: κλέπτης Capitals: ΚΛΕΠΤΗΣ
Transliteration A: kléptēs Transliteration B: kleptēs Transliteration C: kleptis Beta Code: kle/pths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A thief, Il.3.11; τὸν πυρὸς κ. A.Pr.946; κλέπτα δύο Ar.V.928; opp. ἅρπαξ (a robber), Myrtil.4; λῃστὰς ἢ κλέπτας Pl.R.351c, cf.Ev.Jo.10.8; ὁ τοῦ κ. λόγος, a logical fallacy, Arist.SE180b18.    2 generally, cheat, knave, S.Aj.1135; κακῶν ἀλλοτρίων κ. D.45.59.

German (Pape)

[Seite 1448] ὁ, der Dieb; Il. 3, 10; πυρός Aesch. Prom. 946; Eur. I. T. 1026; in Prosa, neben ἀποστερηταί u. λῃσταί Plat. Rep. I, 344 b, vgl. 351 c. – Uebh. der hinterlilig Handelnde, κλέπτης γὰρ αὐτοῦ ψηφοπ οιὸς εὑρέθης Soph. Ai. 1114, ein trügerischer Richter; nach Schol. Ar. Plut. 27 später auch = der Kluhe

Greek (Liddell-Scott)

κλέπτης: -ου, ὁ, ὡς καὶ νῦν, Ἰλ. Γ. 11· τὸν πυρὸς κλ. Αἰσχύλ. Πρ. 946· κλέπτα δύο Ἀριστοφ. Σφ. 928, κτλ.· κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἅρπαξ (ὁ ἀποστερῶν φανερῶς), Μυρτίλ. ἐν Ἀδήλ. 1· πρὸς τὸ λῃστής, Πλάτ. Πολ. 351C· ― ὁ τοῦ κλέπτου λόγος, λογικὸν σόφισμα, ἴδε Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 25, 5· πρβλ. κλεπτίστατος. 2) καθόλου ἀπατεών, πανοῦργος, δόλιος (πρβλ. κλέπτω IV), Σοφ. Αἴ. 1135· κακῶν ἀλλοτρίων κλέπτης Δημ. 1119. 16.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 voleur;
2 fourbe.
Étymologie: κλέπτω.