ἀντιμέλλω: Difference between revisions

From LSJ

ἄδικον ἦν πλοῦτον ἔχειν παρὰ νόμον → it is unjust to have money against the law

Source
(6_2)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιμέλλω''': [[περιμένω]] καὶ ἐγὼ καιροφυλακῶν [[ἐναντίον]] τινός, ἀντιμελλῆσαι Θουκ. 3. 12, ἐκ διορθώσ. τοῦ Βεκκ. ἀντὶ τῆς γραφ. τοῦ χειρογρ. ἀντεπιμελλῆσαι.
|lstext='''ἀντιμέλλω''': [[περιμένω]] καὶ ἐγὼ καιροφυλακῶν [[ἐναντίον]] τινός, ἀντιμελλῆσαι Θουκ. 3. 12, ἐκ διορθώσ. τοῦ Βεκκ. ἀντὶ τῆς γραφ. τοῦ χειρογρ. ἀντεπιμελλῆσαι.
}}
{{bailly
|btext=différer <i>ou</i> temporiser à son tour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[μέλλω]].
}}
}}

Revision as of 19:23, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιμέλλω Medium diacritics: ἀντιμέλλω Low diacritics: αντιμέλλω Capitals: ΑΝΤΙΜΕΛΛΩ
Transliteration A: antiméllō Transliteration B: antimellō Transliteration C: antimello Beta Code: a)ntime/llw

English (LSJ)

   A wait and watch against one, ἀντιμελλησαι Th.3.12 (Sch. for ἀντεπι-).

German (Pape)

[Seite 255] (s. μέλλω), dagegen, ebenfalls zögern, Thuc. 3, 12, s. ἀντεπιμέλλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιμέλλω: περιμένω καὶ ἐγὼ καιροφυλακῶν ἐναντίον τινός, ἀντιμελλῆσαι Θουκ. 3. 12, ἐκ διορθώσ. τοῦ Βεκκ. ἀντὶ τῆς γραφ. τοῦ χειρογρ. ἀντεπιμελλῆσαι.

French (Bailly abrégé)

différer ou temporiser à son tour.
Étymologie: ἀντί, μέλλω.