προσκομίζω: Difference between revisions
κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown
(6_13b) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κομίζω]], [[φέρω]] εἴς τινα τόπον, πρὸς τόπον Θουκ. 1. 50, Ξεν. Κυν. 7. 3, 4· λίθους προσκ., πρὸς οἰκοδομήν, Δημ. 1277. 12· πρ. τὴν μηχανήν, [[φέρω]] πλησίον τὴν πολεμικὴν μηχανὴν [[ὅπως]] προσβάλω τὸ [[τεῖχος]], Θουκ. 4. 115· τοῖς Ἀχαιοῖς πρ. τὴν πόλιν, [[φέρω]] αὐτὴν πρὸς τὸ [[μέρος]] τῶν Ἀχαιῶν, Πλουτ. Ἄρατ. 25· ― Μέσ., [[φέρω]] πρὸς ἐμαυτόν, [[φέρω]] πρὸς τὸν οἶκόν μου, Θουκ. 1. 54· [[φέρω]] ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ, [[εἰσάγω]], Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, πρβλ. Οἰκ. 11, 16. ― Παθητ., ἐπὶ πλοίων, φέρομαι εἴς τινα τόπον, Θουκ. 1. 51, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19. | |lstext='''προσκομίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, [[κομίζω]], [[φέρω]] εἴς τινα τόπον, πρὸς τόπον Θουκ. 1. 50, Ξεν. Κυν. 7. 3, 4· λίθους προσκ., πρὸς οἰκοδομήν, Δημ. 1277. 12· πρ. τὴν μηχανήν, [[φέρω]] πλησίον τὴν πολεμικὴν μηχανὴν [[ὅπως]] προσβάλω τὸ [[τεῖχος]], Θουκ. 4. 115· τοῖς Ἀχαιοῖς πρ. τὴν πόλιν, [[φέρω]] αὐτὴν πρὸς τὸ [[μέρος]] τῶν Ἀχαιῶν, Πλουτ. Ἄρατ. 25· ― Μέσ., [[φέρω]] πρὸς ἐμαυτόν, [[φέρω]] πρὸς τὸν οἶκόν μου, Θουκ. 1. 54· [[φέρω]] ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ, [[εἰσάγω]], Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, πρβλ. Οἰκ. 11, 16. ― Παθητ., ἐπὶ πλοίων, φέρομαι εἴς τινα τόπον, Θουκ. 1. 51, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=amener, apporter, transporter, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> προσκομίζομαι amener <i>ou</i> transporter pour soi, acc. ; <i>particul.</i> importer chez soi.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κομίζω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:23, 9 August 2017
English (LSJ)
fut.
A -ιῶ Th.4.115:— carry or convey to a place, πρὸς Σύβοτα Id.1.50, cf. X.Cyr.7.3.4, Oec. 11.16; λίθους π., for building, D.55.20; π. τὴν μηχανήν bring up the engine to assault the wall, Th.4.115; τοῖς Ἀχαιοῖς π. τὴν πόλιν win it to their side, Plu.Arat.25; bring as a gift, τί τινι Ael.VH1.31:— Med., bring with one, bring home, Th.1.54; procure necessaries, X.Cyr.6.1.23:—Pass., of ships, to be brought to a place, Th.1.51, cf. X.HG5.1.19 (s. v.l.).
German (Pape)
[Seite 770] hinzuführen, -tragen, -bringen; τὸν νεκρὸν ἐνθεμένη εἰς τὴν ἁρμάμαξαν προσκεκομικέναι ἐνθάδε πη, Xen. Cyr. 7, 3, 4; καρπόν, Oec. 11, 16. – Med. für sich einführen; Cyr. 6, 1, 23; Thuc. 1, 54; Plut. u. a. Sp..
Greek (Liddell-Scott)
προσκομίζω: μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, κομίζω, φέρω εἴς τινα τόπον, πρὸς τόπον Θουκ. 1. 50, Ξεν. Κυν. 7. 3, 4· λίθους προσκ., πρὸς οἰκοδομήν, Δημ. 1277. 12· πρ. τὴν μηχανήν, φέρω πλησίον τὴν πολεμικὴν μηχανὴν ὅπως προσβάλω τὸ τεῖχος, Θουκ. 4. 115· τοῖς Ἀχαιοῖς πρ. τὴν πόλιν, φέρω αὐτὴν πρὸς τὸ μέρος τῶν Ἀχαιῶν, Πλουτ. Ἄρατ. 25· ― Μέσ., φέρω πρὸς ἐμαυτόν, φέρω πρὸς τὸν οἶκόν μου, Θουκ. 1. 54· φέρω ἐκ τοῦ ἐξωτερικοῦ, εἰσάγω, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23, πρβλ. Οἰκ. 11, 16. ― Παθητ., ἐπὶ πλοίων, φέρομαι εἴς τινα τόπον, Θουκ. 1. 51, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 19.
French (Bailly abrégé)
amener, apporter, transporter, acc.;
Moy. προσκομίζομαι amener ou transporter pour soi, acc. ; particul. importer chez soi.
Étymologie: πρός, κομίζω.