δόκιμος: Difference between revisions

From LSJ

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δόκιμος''': -ον, ([[δέχομαι]]) δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, [[κυρίως]] ἐπὶ μετάλλων, Δημ. 931. 3. ΙΙ. [[καθόλου]], 1) ἐπὶ προσώπων, ἀποδεκτὸς γενόμενος, [[ἔγκριτος]], τετιμημένος, Λατ. probus, Ἡρόδ. 1. 65, 96, 158, κτλ.· δ. [[παρά]] τινι ὁ αὐτ. 7. 117· δοκιμώτατος Ἑλλάδι, πλεῖστον τετιμημένος καί ἠγαπημένος ἐν Ἑλλάδι, Εὐρ. Ἱκέτ. 277· μετ’ ἀπαρεμφ., δεδοκιμασμένως ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι… , [[δόκιμος]] δ’ [[οὔτις]]… εἴργειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐξαίρετος]], [[εὐάρεστος]], τό ἔαρ Ἡρόδ. 7. 162· [[ὡσαύτως]], [[μέγας]], [[ποταμός]], ὁ αὐτ. 7. 129· [[ὕμνος]] δόκιμός τινι, ἐπιδοκιμασθεὶς ὑπό τινος, [[εὐπρόσδεκτος]] εἴς τινα, Πίνδ. Ν. 3. 18. 3) ἐπίρρ. -μως, γνησίως, ἀληθῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 547, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 7.
|lstext='''δόκιμος''': -ον, ([[δέχομαι]]) δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, [[κυρίως]] ἐπὶ μετάλλων, Δημ. 931. 3. ΙΙ. [[καθόλου]], 1) ἐπὶ προσώπων, ἀποδεκτὸς γενόμενος, [[ἔγκριτος]], τετιμημένος, Λατ. probus, Ἡρόδ. 1. 65, 96, 158, κτλ.· δ. [[παρά]] τινι ὁ αὐτ. 7. 117· δοκιμώτατος Ἑλλάδι, πλεῖστον τετιμημένος καί ἠγαπημένος ἐν Ἑλλάδι, Εὐρ. Ἱκέτ. 277· μετ’ ἀπαρεμφ., δεδοκιμασμένως ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι… , [[δόκιμος]] δ’ [[οὔτις]]… εἴργειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[ἐξαίρετος]], [[εὐάρεστος]], τό ἔαρ Ἡρόδ. 7. 162· [[ὡσαύτως]], [[μέγας]], [[ποταμός]], ὁ αὐτ. 7. 129· [[ὕμνος]] δόκιμός τινι, ἐπιδοκιμασθεὶς ὑπό τινος, [[εὐπρόσδεκτος]] εἴς τινα, Πίνδ. Ν. 3. 18. 3) ἐπίρρ. -μως, γνησίως, ἀληθῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 547, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 7.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>I.</b> éprouvé, dont on a fait l’essai;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> éprouvé, qui a fait ses preuves ; <i>d’où</i><br /><b>1</b> considéré, estimé;<br /><b>2</b> acceptable ; agréable;<br /><b>3</b> considérable.<br />'''Étymologie:''' [[δοκέω]].
}}
}}

Revision as of 19:24, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δόκῐμος Medium diacritics: δόκιμος Low diacritics: δόκιμος Capitals: ΔΟΚΙΜΟΣ
Transliteration A: dókimos Transliteration B: dokimos Transliteration C: dokimos Beta Code: do/kimos

English (LSJ)

ον (Dor. α, ον Tab.Heracl.1.103), (δέχομαι)

   A acceptable: hence,    1 of persons, trustworthy, Heraclit.28 (Sup.), Democr. 67; approved, esteemed, Hdt.1.65, al.; δ. παρά τινι Id.7.117; δοκιμώτατος Ἑλλάδι most approved by Hellas, her noblest son, E.Supp. 277 (anap.): c. inf., of approved ability to do... δόκιμος δ' οὔτις . . εἴργειν A.Pers.87 (lyr.).    2 of things, excellent, τὸ ἔαρ -ώτατον Hdt.7.162; notable, considerable, ποταμός Id.7.129; approved, κριθὰ καθαρὰ δ. Tab.Heracl. l. c.; δ. ἀργύριον legal tender, D.35.24, cf. PLond.3.938.6 (iii A. D.); ὕμνος acceptable, Pi.N.3.11.    3 Adv. -μως really, genuinely, A.Pers.547 (lyr.), X.Cyr.1.6.7.

German (Pape)

[Seite 653] ον, annehmlich, was wie gute Münze angenommen wird; ἀργύριον Poll. 3, 86; Luc. Hermot. 68; übh. = erprobt, bewährt, tadellos; ὕμνος Pind. N. 3, 11; δοκιμώτατος Ελλάδι Eur. Suppl. 277; vgl. Aesch. Pers. 87. wo es dann in die Bdtg »angesehen« übergeht; Λυκοῦργος τῶν Σπαρτιητέων δόκιμος ἀνήρ Her. 1, 65; ἐν τοῖσι ἀστοῖσι δ. 3, 143; auch von Flüssen, ansehnlich, 7, 129; δόκιμοι ἄνδρες Plat. Rep. X, 618 a; u. so Sp., N. T. – Adv., καλὸς κἀγαθὸς δοκίμως γενέσθαι, bewährt, Xen. Cyr. 1, 6, 7.

Greek (Liddell-Scott)

δόκιμος: -ον, (δέχομαι) δοκιμασθείς, ἐξετασθείς, κυρίως ἐπὶ μετάλλων, Δημ. 931. 3. ΙΙ. καθόλου, 1) ἐπὶ προσώπων, ἀποδεκτὸς γενόμενος, ἔγκριτος, τετιμημένος, Λατ. probus, Ἡρόδ. 1. 65, 96, 158, κτλ.· δ. παρά τινι ὁ αὐτ. 7. 117· δοκιμώτατος Ἑλλάδι, πλεῖστον τετιμημένος καί ἠγαπημένος ἐν Ἑλλάδι, Εὐρ. Ἱκέτ. 277· μετ’ ἀπαρεμφ., δεδοκιμασμένως ἱκανὸς νὰ πράξῃ τι… , δόκιμος δ’ οὔτις… εἴργειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἐξαίρετος, εὐάρεστος, τό ἔαρ Ἡρόδ. 7. 162· ὡσαύτως, μέγας, ποταμός, ὁ αὐτ. 7. 129· ὕμνος δόκιμός τινι, ἐπιδοκιμασθεὶς ὑπό τινος, εὐπρόσδεκτος εἴς τινα, Πίνδ. Ν. 3. 18. 3) ἐπίρρ. -μως, γνησίως, ἀληθῶς, Αἰσχύλ. Πέρσ. 547, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 7.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
I. éprouvé, dont on a fait l’essai;
II. fig. éprouvé, qui a fait ses preuves ; d’où
1 considéré, estimé;
2 acceptable ; agréable;
3 considérable.
Étymologie: δοκέω.