ἀμφίκυρτος: Difference between revisions
ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀμφίκυρτος''': -ον, ὁ [[ἑκατέρωθεν]] [[κυρτός]], ὡς ἡ [[σελήνη]] κατὰ τὸ τρίτον αὑτῆς τέταρτον, Ἀριστ. Οὐρ. 2. 11, 2, Θεοφρ. περὶ σημ. ὑδ. 4. 7, Πλούτ., κτλ., πρβλ. [[μηνοειδής]], διχότομος. | |lstext='''ἀμφίκυρτος''': -ον, ὁ [[ἑκατέρωθεν]] [[κυρτός]], ὡς ἡ [[σελήνη]] κατὰ τὸ τρίτον αὑτῆς τέταρτον, Ἀριστ. Οὐρ. 2. 11, 2, Θεοφρ. περὶ σημ. ὑδ. 4. 7, Πλούτ., κτλ., πρβλ. [[μηνοειδής]], διχότομος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />à deux cornes (lune au premier quartier).<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφί]], [[κυρτός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:24, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A convex on each side, like the moon in her second or third quarter, gibbous, Arist.Cael.291b20, Thphr.Sign.56, Plu.2.381d. 2 doubly convex, of a curvilinear angle, opp. ἀμφίκοιλος, Procl.in Euc.Def.8p.127F., al.; γραμμαί Gal.2.673; λεπίδες Ph.Bel.70.23.
German (Pape)
[Seite 140] von beiden Seiten gekrümmt, σελήνη. wenn der Mond noch nicht halbvoll ist, Luc. Icarom. 20 u. Plut. Sept. Sap. Conv. 14 A. de am. procr. 31 – Als Erkl. des vor., Ath. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίκυρτος: -ον, ὁ ἑκατέρωθεν κυρτός, ὡς ἡ σελήνη κατὰ τὸ τρίτον αὑτῆς τέταρτον, Ἀριστ. Οὐρ. 2. 11, 2, Θεοφρ. περὶ σημ. ὑδ. 4. 7, Πλούτ., κτλ., πρβλ. μηνοειδής, διχότομος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à deux cornes (lune au premier quartier).
Étymologie: ἀμφί, κυρτός.