πάνδικος: Difference between revisions
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
(6_16) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πάνδῐκος''': -ον, δικαιότατος, Σοφ. Τρ. 294· ἴδε ἐν λέξ. [[βοῦνις]]. - Ἐπίρρ. -κως, δικαιότατα, Αἰσχύλ. Θήβ. 172, 670, Χο. 241· οὕτω παρὰ Σοφοκλ. ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ἁπλῶς]] ὡς = [[πάντως]], Τρ. 611, 1247, Ο. Κ. 1306, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 720. | |lstext='''πάνδῐκος''': -ον, δικαιότατος, Σοφ. Τρ. 294· ἴδε ἐν λέξ. [[βοῦνις]]. - Ἐπίρρ. -κως, δικαιότατα, Αἰσχύλ. Θήβ. 172, 670, Χο. 241· οὕτω παρὰ Σοφοκλ. ἡ [[λέξις]] κεῖται [[ἁπλῶς]] ὡς = [[πάντως]], Τρ. 611, 1247, Ο. Κ. 1306, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 720. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />tout à fait juste.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[δίκη]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
ον,
A all-righteous, φρήν S.Tr.294; π. σέβας prob. in A. Supp.776(lyr.). Adv. -κως most justly, Id.Th.172 (lyr.), 670, Ch.241, S.OC1306, E.Rh.720 (lyr.); as in duty bound, S.Tr.611, 1247.
German (Pape)
[Seite 458] ganz gerecht; λιταί, Aesch. Spt. 155; φρήν, Soph. Trach. 294. – Häufiger im adv., mit allem Rechte, durchaus gerecht, ἡ δὲ πανδίκως ἐχθαίρεται, Aesch. Ch. 239; Eum. 771 u. öfter; Soph. Trach. 610; Eur. Rhes. 720.
Greek (Liddell-Scott)
πάνδῐκος: -ον, δικαιότατος, Σοφ. Τρ. 294· ἴδε ἐν λέξ. βοῦνις. - Ἐπίρρ. -κως, δικαιότατα, Αἰσχύλ. Θήβ. 172, 670, Χο. 241· οὕτω παρὰ Σοφοκλ. ἡ λέξις κεῖται ἁπλῶς ὡς = πάντως, Τρ. 611, 1247, Ο. Κ. 1306, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 720.