ἐμπλήγδην: Difference between revisions
From LSJ
(6_6) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπλήγδην''': ἐπίρρ. ([[ἐμπλήσσω]]) ἐμπλήκτως, ἀκρίτως, παραφρόνως, Λατ. tenere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πινυτός]], ἐμὴ [[μήτηρ]], [[πινυτή]] περ [[ἐοῦσα]], ἐμπλύγδην... τίει... Ὀδ. Υ. 132· πρβλ. [[ἔμπληκτος]]. | |lstext='''ἐμπλήγδην''': ἐπίρρ. ([[ἐμπλήσσω]]) ἐμπλήκτως, ἀκρίτως, παραφρόνως, Λατ. tenere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[πινυτός]], ἐμὴ [[μήτηρ]], [[πινυτή]] περ [[ἐοῦσα]], ἐμπλύγδην... τίει... Ὀδ. Υ. 132· πρβλ. [[ἔμπληκτος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>adv.</i><br />avec stupeur, follement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπλήσσω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
Adv., (ἐμπλήσσω)
A madly, rashly (or mightily, or capriciously), Od.20.132.
German (Pape)
[Seite 814] adverb., einmal bei Homer, Odyss. 20, 132, wo Aristarch es in seinem Commentar = εὐμεταβόλως erklärte, »wankelmüthig«, »inconsequent«, s. Apollon. Lex. Homer. p. 67, 28 Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 152. Vgl. ἔμπληκτος.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπλήγδην: ἐπίρρ. (ἐμπλήσσω) ἐμπλήκτως, ἀκρίτως, παραφρόνως, Λατ. tenere, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ πινυτός, ἐμὴ μήτηρ, πινυτή περ ἐοῦσα, ἐμπλύγδην... τίει... Ὀδ. Υ. 132· πρβλ. ἔμπληκτος.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec stupeur, follement.
Étymologie: ἐμπλήσσω.