ἐμπνευμάτωσις: Difference between revisions
From LSJ
Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau
(6_8) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐμπνευμάτωσις''': -εως, ἡ, [[πλήρωσις]] ἀέρος, φούσκωμα, Πλούτ. 2. 905C, Ἀθήν. 53C: ὡς ἰατρ. ὅρος, [[ἐμφύσημα]], φούσκωμα τοῦ στομάχουν [[ὅταν]] σχηματίζηται ἐν αὐτῷ ἀὴρ καὶ διατείνῃ αὐτὸν καὶ τὴν κοιλίαν μετ’ [[αὐτοῦ]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ κωλύηται ἡ [[πέψις]], Foes Οἰκ. Ἱππ. σ. 125Β. | |lstext='''ἐμπνευμάτωσις''': -εως, ἡ, [[πλήρωσις]] ἀέρος, φούσκωμα, Πλούτ. 2. 905C, Ἀθήν. 53C: ὡς ἰατρ. ὅρος, [[ἐμφύσημα]], φούσκωμα τοῦ στομάχουν [[ὅταν]] σχηματίζηται ἐν αὐτῷ ἀὴρ καὶ διατείνῃ αὐτὸν καὶ τὴν κοιλίαν μετ’ [[αὐτοῦ]] [[οὕτως]] [[ὥστε]] νὰ κωλύηται ἡ [[πέψις]], Foes Οἰκ. Ἱππ. σ. 125Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de gonfler.<br />'''Étymologie:''' [[ἐμπνευματόομαι]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
εως, ἡ,
A blowing up, inflation, μήτρας Placit.5.6.1, cf. Sor.2.31, Ath.2.53c. 2 Medic., flatulence, Dsc.2.58 (pl.), Gal.UP4.9.
German (Pape)
[Seite 814] ἡ, das Anfüllen mit Wind, Aufblasen, Blähen, Ath. I, 53 d; die Windsucht, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπνευμάτωσις: -εως, ἡ, πλήρωσις ἀέρος, φούσκωμα, Πλούτ. 2. 905C, Ἀθήν. 53C: ὡς ἰατρ. ὅρος, ἐμφύσημα, φούσκωμα τοῦ στομάχουν ὅταν σχηματίζηται ἐν αὐτῷ ἀὴρ καὶ διατείνῃ αὐτὸν καὶ τὴν κοιλίαν μετ’ αὐτοῦ οὕτως ὥστε νὰ κωλύηται ἡ πέψις, Foes Οἰκ. Ἱππ. σ. 125Β.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de gonfler.
Étymologie: ἐμπνευματόομαι.