ταινιόω: Difference between revisions
οὐ γὰρ αὐθάδης οὐδ' ἐπαχθής ὁ χρηστός, οὐδ' αὐθέκαστος ἐστιν ὁ σώφρων ἀνήρ → the man of value is not arrogant or insufferable, and the wise man is not a smug
(6_5) |
(Bailly1_5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ταινιόω''': δένω διὰ ταινίας ἢ περιδένω, [[περιστέφω]] τὴν κεφαλήν τινος, [[μάλιστα]] νικητοῦ, Θουκ. 4. 121, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 3· ἐν τῷ παθ., στέφομαι, στεφανοῦμαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 393, Διόδ. 17. 101. - Μέσ., [[φέρω]] ταινίαν περὶ τὴν κεφαλήν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1032. | |lstext='''ταινιόω''': δένω διὰ ταινίας ἢ περιδένω, [[περιστέφω]] τὴν κεφαλήν τινος, [[μάλιστα]] νικητοῦ, Θουκ. 4. 121, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 3· ἐν τῷ παθ., στέφομαι, στεφανοῦμαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 393, Διόδ. 17. 101. - Μέσ., [[φέρω]] ταινίαν περὶ τὴν κεφαλήν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1032. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />ceindre de bandelettes, orner de rubans.<br />'''Étymologie:''' [[ταινία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 19:25, 9 August 2017
English (LSJ)
A bind with a headband, esp. as a conqueror, Th.4.121, X. HG5.1.3:—Pass., to be crowned, Ar.Ra.395, D.S.17.101: metaph., D.C.39.25; ὀμφαλὸς τεταινιωμένος Str.9.3.6:—Med., wear a headband, Ar.Ec.1032.
German (Pape)
[Seite 1063] mit einem Bande, einer Binde binden, bes. mit einer Kopfbinde schmücken; Ar. Ran. 393, im me, l., ταινιώσασθαι, Eccl. 1032; Thuc. 4, 121; Xen. Hell. 5, l, 3, neben στεφανόω, u. öfter.
Greek (Liddell-Scott)
ταινιόω: δένω διὰ ταινίας ἢ περιδένω, περιστέφω τὴν κεφαλήν τινος, μάλιστα νικητοῦ, Θουκ. 4. 121, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 3· ἐν τῷ παθ., στέφομαι, στεφανοῦμαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 393, Διόδ. 17. 101. - Μέσ., φέρω ταινίαν περὶ τὴν κεφαλήν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1032.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ceindre de bandelettes, orner de rubans.
Étymologie: ταινία.