γαλεώτης: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
(6_19)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''γαλεώτης''': -ου, ὁ [[σαύρα]] κηλιδωτή, γουστέρα παρδαλή, ἀλλαχοῦ [[ἀσκαλαβώτης]], Λατ. stellio, Ἀριστοφ. Νεφ. 173· [[γαλεώτης]] [[γέρων]], ψαρὸς ὡς [[γαλῆ]], Μένανδρ. Εὐν. 3, πρβλ. Βεντ. Τερεντ. Εὐν. 4. 4, 22. ΙΙ. ὁ [[ἰχθὺς]] ξιφίας Πολύβ. 34. 2, 12.
|lstext='''γαλεώτης''': -ου, ὁ [[σαύρα]] κηλιδωτή, γουστέρα παρδαλή, ἀλλαχοῦ [[ἀσκαλαβώτης]], Λατ. stellio, Ἀριστοφ. Νεφ. 173· [[γαλεώτης]] [[γέρων]], ψαρὸς ὡς [[γαλῆ]], Μένανδρ. Εὐν. 3, πρβλ. Βεντ. Τερεντ. Εὐν. 4. 4, 22. ΙΙ. ὁ [[ἰχθὺς]] ξιφίας Πολύβ. 34. 2, 12.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> sorte de lézard moucheté, gécko (AR), <i>animal</i>;<br /><b>2</b> espadon = ξιφίας, <i>poisson</i>.<br />'''Étymologie:''' DELG [[γαλέη]].
}}
}}

Revision as of 19:26, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γᾰλεώτης Medium diacritics: γαλεώτης Low diacritics: γαλεώτης Capitals: ΓΑΛΕΩΤΗΣ
Transliteration A: galeṓtēs Transliteration B: galeōtēs Transliteration C: galeotis Beta Code: galew/ths

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A gecko lizard, Ar.Nu.173, Arist.Fr.370.    II sword-fish, = ξιφίας, Plb.34.2.12, Str.1.2.15.    III weasel, Luc. VH1.35; γ. γέρων (transl. by colore mustelino, Ter.Eun.4.4.21) Men.188.

German (Pape)

[Seite 471] ὁ, 1) eine bunte Eidechsenart, Ar. Nubb. 174. – 2) der Schwertfisch, ξιφίας Pol. 34, 2, 12; Strab. 1, 2, 15; Luc. V. Hist. 1, 35.

Greek (Liddell-Scott)

γαλεώτης: -ου, ὁ σαύρα κηλιδωτή, γουστέρα παρδαλή, ἀλλαχοῦ ἀσκαλαβώτης, Λατ. stellio, Ἀριστοφ. Νεφ. 173· γαλεώτης γέρων, ψαρὸς ὡς γαλῆ, Μένανδρ. Εὐν. 3, πρβλ. Βεντ. Τερεντ. Εὐν. 4. 4, 22. ΙΙ. ὁ ἰχθὺς ξιφίας Πολύβ. 34. 2, 12.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 sorte de lézard moucheté, gécko (AR), animal;
2 espadon = ξιφίας, poisson.
Étymologie: DELG γαλέη.