ἐπίχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
(6_17)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπίχαλκος''': -ον, κεκαλυμμένος διὰ χαλκοῦ, [[χάλκινος]], ἀσπὶς Ἡρόδ. 4. 200, Ἀριστοφ. Σφ. 18· [[ἐπίχαλκος]] (ἐξυπ. [[ἀσπίς]]), ἡ, τὸ μὲν [[δόρυ]] [[μετὰ]] τῆς ἐπιχάλκου πρὸς Πλαταιαῖς ἀπέβαλεν Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἐπίχαλκος]] [[ἀσπίς]]· ἔχει γὰρ χαλκῆν τὴν ἐπιβολήν»· ― ἐπίχαλκον, τό, καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ [[στόμα]] τῶν αὐλῶν, διὰ τὴν φορβειάν, οἱονεὶ ἐπιστομίδα».
|lstext='''ἐπίχαλκος''': -ον, κεκαλυμμένος διὰ χαλκοῦ, [[χάλκινος]], ἀσπὶς Ἡρόδ. 4. 200, Ἀριστοφ. Σφ. 18· [[ἐπίχαλκος]] (ἐξυπ. [[ἀσπίς]]), ἡ, τὸ μὲν [[δόρυ]] [[μετὰ]] τῆς ἐπιχάλκου πρὸς Πλαταιαῖς ἀπέβαλεν Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[ἐπίχαλκος]] [[ἀσπίς]]· ἔχει γὰρ χαλκῆν τὴν ἐπιβολήν»· ― ἐπίχαλκον, τό, καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ [[στόμα]] τῶν αὐλῶν, διὰ τὴν φορβειάν, οἱονεὶ ἐπιστομίδα».
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />garni <i>ou</i> couvert d’airain <i>ou</i> de cuivre.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[χαλκός]].
}}
}}

Revision as of 19:27, 9 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχαλκος Medium diacritics: ἐπίχαλκος Low diacritics: επίχαλκος Capitals: ΕΠΙΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: epíchalkos Transliteration B: epichalkos Transliteration C: epichalkos Beta Code: e)pi/xalkos

English (LSJ)

ον,

   A covered with copper or brass, brazen, ἀσπίς Hdt.4.200, Ar.V.18; στόμα, of a flute-player, Alc.Com.20 ; ἐπίχαλκος (sc. ἀσπίς), ἡ, Amips. 17.

German (Pape)

[Seite 1002] mit Erz, Kupfer überzogen, ἀσπίς Her. 4, 200; Arist. Vesp. 18; vgl. Poll. 10, 144.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχαλκος: -ον, κεκαλυμμένος διὰ χαλκοῦ, χάλκινος, ἀσπὶς Ἡρόδ. 4. 200, Ἀριστοφ. Σφ. 18· ἐπίχαλκος (ἐξυπ. ἀσπίς), ἡ, τὸ μὲν δόρυ μετὰ τῆς ἐπιχάλκου πρὸς Πλαταιαῖς ἀπέβαλεν Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπίχαλκος ἀσπίς· ἔχει γὰρ χαλκῆν τὴν ἐπιβολήν»· ― ἐπίχαλκον, τό, καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ στόμα τῶν αὐλῶν, διὰ τὴν φορβειάν, οἱονεὶ ἐπιστομίδα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni ou couvert d’airain ou de cuivre.
Étymologie: ἐπί, χαλκός.